βούπρῳρος: Difference between revisions
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βούπρῳρος:''' -ον ([[πρῷρα]]), αυτός που έχει [[μέτωπο]] ή [[πρόσωπο]] βοδιού, σε Σοφ. | |lsmtext='''βούπρῳρος:''' -ον ([[πρῷρα]]), αυτός που έχει [[μέτωπο]] ή [[πρόσωπο]] βοδιού, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βούπρῳρος:''' <b class="num">1)</b> с бычачьей головой ([[Ἀχελῷος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> с быком впереди: β. [[ἑκατόμβη]] Plut. гекатомба из одного быка и 99 овец. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (πρῷρα)
A with the forehead or face of an ox, S.Tr.13 (ap.Str.10.2.19; Laur. Ms. βούκρανος) ; β. πρόσωπα Philostr. Jun.Im.4. II β. ἑκατόμβη offering of 100 sheep and one ox, SIG604.8 (Delph., ii B. C.), Plu.2.668c, Hsch.; β. θυσία Delph.3(2).66; ἔπεμψαν Κεῖοι δωδεκηΐδα β. ταῦρον Dürrbach Choix d' Inscriptions de Délos p.183 (ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
βούπρῳρος: -ον, (πῷρα) ὁ ἔχων μέτωπον ἢ πρόσωπον βοός, Σοφ. Τρ. 13 (κατὰ Στράβ., τὸ Λαυρ. χφον βούκρανος). ΙΙ. βούπρ. ἑκατόμβη, προσφορά, θυσία 100 προβάτων καὶ ἑνὸς βοὸς προπορευομένου (ἢ 99 προβάτων καὶ ἑνὸς βοὸς προπορευομένου), Πλούτ. 2. 668C. Πρβλ. βόαρχος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à face de bœuf;
2 dont la première victime (càd la victime qui marche en tête) est un bœuf.
Étymologie: βοῦς, πρῷρα.
Spanish (DGE)
-ον
1 de delantera o frente de toro S.Tr.13 (var.), Trag.Adesp.587b, πρόσωπα Philostr.Iun.Im.4.1, cf. Hsch.
2 iniciado con el sacrificio de un toro ἑκατόμβα SIG 604.8 (Delfos II a.C.), Plu.2.668c, ἔπενψαν Κεῖοι τὴν δωδεκηΐδα βούπρῳρον ταῦρον enviaron los de Ceos el sacrificio de doce animales encabezado por un toro, ID 2539 (II d.C.), θυσία FD 2.66.19 (I a.C.)
•sacrificio de cien ovejas y un toro Paus.Gr.β 16, Hsch.
Greek Monotonic
βούπρῳρος: -ον (πρῷρα), αυτός που έχει μέτωπο ή πρόσωπο βοδιού, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
βούπρῳρος: 1) с бычачьей головой (Ἀχελῷος Soph.);
2) с быком впереди: β. ἑκατόμβη Plut. гекатомба из одного быка и 99 овец.