εὐκινησία: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(15) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐκινησία]]) [[ευκίνητος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του ευκινήτου, η [[ευκολία]] στην [[κίνηση]] («τῶν πεζῶν τοὺς διαφέροντας εὐκινησίᾳ καὶ τόλμῃ», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ευστροφία]] της διάνοιας, της σκέψης. | |mltxt=η (ΑΜ [[εὐκινησία]]) [[ευκίνητος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του ευκινήτου, η [[ευκολία]] στην [[κίνηση]] («τῶν πεζῶν τοὺς διαφέροντας εὐκινησίᾳ καὶ τόλμῃ», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ευστροφία]] της διάνοιας, της σκέψης. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐκῑνησία:''' ἡ (чрезвычайная) подвижность Polyb., Diog. L., pl. Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A ease of motion, mobility, Antyll. ap. Stob.4.37.16; μελῶν Herod.Med. ap. Orib.5.27.20; τροχιλιῶν Orib.49.4.34; πυρός Simp.in Cael.662.20; βάσεως Artemo 12; mobility of troops, Plb.8.26.3, D.S.3.49 (pl.): generally, Dam.Pr.287. 2 mobility of mind, τῆς ψυχῆς αἱ εὐ. Epicur.Ep.1p.20U., cf. Phld.Ir.p.72 W., Ath.Mech. 32.1.
German (Pape)
[Seite 1074] ἡ, Leichtigkeit der Bewegung, Beweglichkeit, Behendigkeit, τῆς βάσεως Artemon. Ath. XIV, 637 e; Pol. 8, 28. Auch auf den Geist übertr., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκῑνησία: ἡ, εὐκολία κινήσεως, εὐκινησία, Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 547. 3, Πολύβ. 8. 28, 3· ἡ τῆς βάσεως εὐκινησία τῷ ποδὶ ψαυομένη Ἀρτέμων παρ’ Ἀθην. 637Α: ἐν τῷ πληθ., Διόδ. 3. 49. 2) ἐπὶ παθ. σημασ., Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 63.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐκινησία) ευκίνητος
1. η ιδιότητα του ευκινήτου, η ευκολία στην κίνηση («τῶν πεζῶν τοὺς διαφέροντας εὐκινησίᾳ καὶ τόλμῃ», Διόδ.)
2. η ευστροφία της διάνοιας, της σκέψης.
Russian (Dvoretsky)
εὐκῑνησία: ἡ (чрезвычайная) подвижность Polyb., Diog. L., pl. Diod.