συνεπιστέλλω: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεπιστέλλω:''' [[στέλνω]], [[πέμπω]] μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Λουκ. | |lsmtext='''συνεπιστέλλω:''' [[στέλνω]], [[πέμπω]] μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεπιστέλλω:''' вместе посылать Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A authorize at the same time, BGU1741.8 (i B.C.), POxy.1024.6 (ii A.D.); send with or together, Luc.Sat.15.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιστέλλω: ἐπιστέλλω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, ἐπαχθὲς δὲ μηδὲν συνεπιστελλέτω Λουκ. Κρονοσ. 15.
French (Bailly abrégé)
mander ou faire savoir en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπιστέλλω.
Greek Monolingual
Α ἐπιστέλλω
1. εξουσιοδοτώ συγχρόνως
2. αποστέλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
Greek Monolingual
Α ἐπιστέλλω
1. εξουσιοδοτώ συγχρόνως
2. αποστέλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
Greek Monotonic
συνεπιστέλλω: στέλνω, πέμπω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιστέλλω: вместе посылать Luc.