ἀμφίκρημνος: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
(2)
(1)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίκρημνος:''' -ον, [[περίκλειστος]] με βράχια, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀμφίκρημνος:''' -ον, [[περίκλειστος]] με βράχια, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίκρημνος:''' <b class="num">1)</b> окруженный обрывистыми скалами ([[ἄγκος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> перен. опасный, коварный ([[ἀπάτη]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 140] rings mit schroffen Abhängen umgeben, ἄγκος Eur. Bacch. 1049; dah. gefährlich, ἀπάτη Luc. Philopatr. 16; ἐρώτημα, verfängliche Frage, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκρημνος: -ον, ὁ μεταξὺ κρημνῶν, ἦν δ’ ἄγκος ἀμφίκρημνον Εὐρ. Βάκχ. 1049. ΙΙ. μεταφ., ἀπάτη ἀμφ., ἐπικίνδυνος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 16· ἐρώτημα ἀμφίκρημνον, ἀπατηλόν, σοφιστικόν, Γρηγ. Ναζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré de précipices.
Étymologie: ἀμφί, κρημνός.

Spanish (DGE)

-ον
1 bordeado de riscos ἄγκος E.Ba.1051.
2 bordeado de precipicios ὁδός Amph.Seleuc.201, ἀλωή Nonn.D.13.127
fig. ἀπάτη Luc.Philopatr.16.
3 fig. arriesgado Hsch.
que presenta un dilema ἐρώτημα Gr.Naz.M.36.85A
subst. dilema τὸ ἀ. τοῦτο ... τῆς ἀποκρίσεως Gr.Nyss.Eun.2.463.

Greek Monolingual

ἀμφίκρημνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γκρεμούς ολόγυρα
1. επικίνδυνος, απατηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρημνός.

Greek Monotonic

ἀμφίκρημνος: -ον, περίκλειστος με βράχια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίκρημνος: 1) окруженный обрывистыми скалами (ἄγκος Eur.);
2) перен. опасный, коварный (ἀπάτη Luc.).