ἱππογέρανοι: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱππογέρᾰνοι:''' οἱ, ιππικό αποτελούμενο από γερανούς, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἱππογέρᾰνοι:''' οἱ, ιππικό αποτελούμενο από γερανούς, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱππογέρᾰνοι:''' οἱ гиппогераны, конежуравли (баснословное племя, ездившее верхом на журавлях) Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
οἱ,
A crane-cavalry, Luc.VH1.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππογέρᾰνοι: οἱ, ἱππικὸν ἐκ γεράνων, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
cavaliers montés sur des grues.
Étymologie: ἵππος, γέρανος.
Greek Monolingual
ἱππογέρανοι, οί (Α)
ιππικό από γερανούς, δηλαδή ιππείς που ιππεύουν γερανούς αντί για ίππους.
Greek Monotonic
ἱππογέρᾰνοι: οἱ, ιππικό αποτελούμενο από γερανούς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἱππογέρᾰνοι: οἱ гиппогераны, конежуравли (баснословное племя, ездившее верхом на журавлях) Luc.