διαστηρίζω: Difference between revisions
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαστηρίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[στερεώνω]], [[ενισχύω]], σε Ανθ. | |lsmtext='''διαστηρίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[στερεώνω]], [[ενισχύω]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαστηρίζω:''' делать твердым, укреплять, подпирать (ἀμφίχωλον [[σκέλος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A make firm, strengthen, AP6.203 (Laco or Phil.):— Pass., prop oneself up, secure one's footing, Hp.Ep.17. II fix firmly, Nonn.D.2.659, 36.369.
German (Pape)
[Seite 604] (s. στηρίζω), fest stützen, Hippocr. u. sp. D., wie Phil. 9 (VI, 203).
Greek (Liddell-Scott)
διαστηρίζω: στερεῶ, ἐνισχύω, Ἀνθ. Π. 6, 203. - Παθ., ὑποστηρίζομαι, ἔχω τὰ βήματα ἀσφαλῆ, Ἱππ. Ἐπ. 1280.
French (Bailly abrégé)
rendre solide, affermir.
Étymologie: διά, στηρίζω.
Spanish (DGE)
1 fortalecer ἀμφίχωλον ... σκέλος ... διεστήριζεν Αἰτναίη λιβάς AP 6.203 (Laco o Phil.)
•part. διεστηριχώς firme, sólido τῶν δὲ ἡνωμένων ... τὰ δὲ παχέα τε καὶ διεστηριχότα Anon.Lond.21.50.
2 sujetar firmemente, fijar (ὁλκάδα) δεσμῷ ... διεστήριξε θαλάσσῃ Nonn.D.36.369, cf. 2.659
•en v. med. μόγις οὖν διαστηριζόμενος διῆλθον apenas si podía andar con paso seguro Hp.Ep.17.3.
Greek Monolingual
διαστηρίζω (Α)
1. κάνω σταθερό κάτι, δυναμώνω
2. μέσ. στηρίζομαι, πατάω σταθερά
3. στερεώνω, προσηλώνω.
Greek Monotonic
διαστηρίζω: μέλ. -ξω, στερεώνω, ενισχύω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
διαστηρίζω: делать твердым, укреплять, подпирать (ἀμφίχωλον σκέλος Anth.).