ἀνίατρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνίατρος]], ο (Α)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[πράγματι]] [[γιατρός]], ο [[κομπογιανίτης]] (Αριστοτέλης).
|mltxt=[[ἀνίατρος]], ο (Α)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[πράγματι]] [[γιατρός]], ο [[κομπογιανίτης]] (Αριστοτέλης).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνίατρος:''' ὁ не-врач Arst.
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνίᾱτρος Medium diacritics: ἀνίατρος Low diacritics: ανίατρος Capitals: ΑΝΙΑΤΡΟΣ
Transliteration A: aníatros Transliteration B: aniatros Transliteration C: aniatros Beta Code: a)ni/atros

English (LSJ)

Ion. ἀν-ίητρος, ὁ,

   A no-physician, Hp.Praec.7, Arist.Ph. 191b6, Plot.6.7.37, Alex.Aphr.in Top.33.2: Adj., unworthy of a physician, ἀ. τι ἔχειν Antyll. ap. Orib.10.23.24.

German (Pape)

[Seite 236] ὁ, der Nichtarzt, der den Namen eines Arztes nicht verdient, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνίατρος: ὁ μὴ ἰατρός, «ἄνγιατρος», «κομπογιαννίτης», Ἀριστ. Φυσ. 1. 8, 3.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): jón. ἀνίητρος Hp.Praec.7
1 de pers. lego, indocto en medicina Hp.l.c., ἰατρεύει δὲ καὶ ἀνίατρος γίγνεται ᾗ ἰατρός Arist.Ph.191b6, cf. Plot.6.7.37, Alex.Aphr.in Top.33.2.
2 impropio de un médico ἀ. τι ἔχουσιν Antyll. en Orib.10.23.24.

Greek Monolingual

ἀνίατρος, ο (Α)
αυτός που δεν είναι πράγματι γιατρός, ο κομπογιανίτης (Αριστοτέλης).

Russian (Dvoretsky)

ἀνίατρος: ὁ не-врач Arst.