περονίς: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περονίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[περόνη]], σε Σοφ. | |lsmtext='''περονίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[περόνη]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περονίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ Soph. = [[περόνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = περόνη, S.Tr.925, IG11(2).219 A35 (Delos, iii B. C.), CPR 12.4 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 602] ἡ, = περόνη, Soph. Trach. 921, χρυσήλατος.
Greek (Liddell-Scott)
περονίς: -ίδος, ἡ, = περόνη, Σοφ. Τρ. 925.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
c. περόνη.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
η μικρή πόρπη, η καρφίτσα του γυναικείου ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περόνη + επίθημα -ίς].
Greek Monotonic
περονίς: -ίδος, ἡ, = περόνη, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
περονίς: ίδος (ῐδ) ἡ Soph. = περόνη.