ματαιολογία: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(24) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑM [[ματαιολογία]]) [[ματαιολόγος]]<br />μάταιη, ανόητη ή άσκοπη [[ομιλία]], [[κενολογία]]. | |mltxt=η (ΑM [[ματαιολογία]]) [[ματαιολόγος]]<br />μάταιη, ανόητη ή άσκοπη [[ομιλία]], [[κενολογία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾰταιολογία:''' ἡ пустая болтовня NT, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A idle talk, Diogenian.Epicur.2.16, 1 Ep.Ti.1.6, Plu.2.6f, Vett.Val.150.24 (pl.), al., Porph.Abst.4.16.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰταιολογία: ἡ, τὸ ματαιολογεῖν, ματαία, ἀνόητος ὁμιλία, Πλούτ. 2. 6F, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 16.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vain ou sot langage, vain bavardage ; discours creux.
Étymologie: ματαιολόγος.
English (Strong)
from ματαιολόγος; random talk, i.e. babble: vain jangling.
English (Thayer)
ματαιολογιας, ἡ (ματαιολόγος), vain talking, empty talk (Vulg. vaniloquium): Plutarch, mor., p. 6f.; Porphyry, de abstin. 4,16.)
Greek Monolingual
η (ΑM ματαιολογία) ματαιολόγος
μάταιη, ανόητη ή άσκοπη ομιλία, κενολογία.
Russian (Dvoretsky)
μᾰταιολογία: ἡ пустая болтовня NT, Plut.