μέσακτος: Difference between revisions
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μέσακτος:''' -ον ([[ἀκτή]]), αυτός που βρίσκεται [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] ακτές, μέσα στη [[θάλασσα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μέσακτος:''' -ον ([[ἀκτή]]), αυτός που βρίσκεται [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] ακτές, μέσα στη [[θάλασσα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μέσακτος:''' [[ἄγνυμι]] разбитый посредине ([[πλευρά]] Aesch.).<br />[[ἀκτή]] лежащий между двумя побережьями, т. е. находящийся в открытом море ([[Λῆμνος]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἀκτή)
A half-way between two shores, in mid-sea, A. Pers.889 (lyr.): μεσάκτιος, ον, Sch. ad loc. II (ἄγνυμι) broken mid-way, πλευρά A.Fr.210.
German (Pape)
[Seite 136] 1) (ἀκτή) in der Mitte des Ufers oder zwischen zwei Ufern liegend, τὰς ἀγχιάλους ἐκράτυνε μεσάκτους, Aesch. Pers. 861. – 2) (ἀκτός) in der Mitte gebrochen, πλευρά, Aesch. frg. 194.
Greek (Liddell-Scott)
μέσακτος: -ον, (ἀκτὴ) μεταξὺ δύο ἀκτῶν, ἐν μέσῃ θαλάσσῃ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 889· μεσάκτιος, ον, Σχολ. ἐν τόπῳ. ΙΙ. (ἄγνυμι) ὁ ἐν μέσῳ τεθραυσμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 208.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
situé entre deux rivages.
Étymologie: μέσος, ἀκτή.
Greek Monolingual
(I)
μέσακτος και μεσάκτιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακτών, στη μέση της θάλασσας, ο μεσοπέλαγος («τὰς ἀγχιάλους ἐκράτυνε μεσάκτους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ἀκτή].———————— (II)
μέσακτος, -ον (Α)
ο σπασμένος στη μέση («μέσακτα πλευρὰ πρὸς πτύοις πεπλεγμένην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -ακτος (< ἄγνυμι «σπάω»)].
Greek Monotonic
μέσακτος: -ον (ἀκτή), αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ακτές, μέσα στη θάλασσα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μέσακτος: ἄγνυμι разбитый посредине (πλευρά Aesch.).
ἀκτή лежащий между двумя побережьями, т. е. находящийся в открытом море (Λῆμνος Aesch.).