δεκάπαλαι: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δεκάπαλαι:''' επίρρ., προ πολλού, [[πριν]] [[πολύ]] καιρό, όπως το [[δωδεκάπαλαι]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''δεκάπαλαι:''' επίρρ., προ πολλού, [[πριν]] [[πολύ]] καιρό, όπως το [[δωδεκάπαλαι]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεκάπᾰλαι:''' adv. шутл. бесконечно давно Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[κᾰ], Adv.
A a very long time ago, Com. form of πάλαι (cf. δωδεκάπαλαι), Ar.Eq.1154, Philonid.8, Henioch.2.1.
German (Pape)
[Seite 542] komisch verstärktes πάλαι, Ar. Equ. 1150; com. bei Ath. I, 23 e.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάπαλαι: ἐπίρρ., πρὸ πολλοῦ, πρὸ μακροῦ χρόνου, κωμικὸς τύπος τοῦ πάλαι, ὡς τὸ δωδεκάπαλαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1154, Φιλωνίδ. Ἀδήλ. 21.
French (Bailly abrégé)
adv.
il y a bien longtemps.
Étymologie: δέκα, πάλαι.
Spanish (DGE)
(δεκάπᾰλαι)
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. diez veces hace tiempo, hace mucho tiempo hipérb. cóm. sobre πάλαι Ar.Eq.1154, Philonid.8, Henioch.2.1, Phot.δ 152, Eust.725.40.
Greek Monolingual
δεκάπαλαι επίρρ. (Α)
πριν από πάρα πολύ καιρό («δεκάπαλαί γε καὶ δωδεκάπαλαι καὶ χιλιόπαλαι καὶ πρόπαλαι πάλαι πάλαι», Αριστ. Ιπ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πάλαι.
Greek Monotonic
δεκάπαλαι: επίρρ., προ πολλού, πριν πολύ καιρό, όπως το δωδεκάπαλαι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δεκάπᾰλαι: adv. шутл. бесконечно давно Arph.