κισσόω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κισσόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[κισσός]]), [[στεφανώνω]] με κισσό, σε Ευρ.
|lsmtext='''κισσόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[κισσός]]), [[στεφανώνω]] με κισσό, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κισσόω:''' обвивать плющом (κρᾶτά τινος Eur.).
}}
}}

Revision as of 08:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσόω Medium diacritics: κισσόω Low diacritics: κισσόω Capitals: ΚΙΣΣΟΩ
Transliteration A: kissóō Transliteration B: kissoō Transliteration C: kissoo Beta Code: kisso/w

English (LSJ)

Att. κιττ-,

   A wreathe with ivy, κρᾶτα κισσώσας ἐμόν E.Ba. 205; κεκισσωμένος Alciphr.2.3.

German (Pape)

[Seite 1443] mit Epheu umwinden, bekränzen, κρᾶτα κισσώσας ἐμόν Eur. Bacch. 205. – Adj. verb. κισσωτός, νεβρίς Agath. (VI, 172).

Greek (Liddell-Scott)

κισσόω: Ἀττ. κιττ-, κοσμῶ, στέφω μὲ κισσόν, κρᾶτα κισσώσας ἐμὸν Εὐρ. Βάκχ. 205· κεκισσωμένος Ἀλκίφρων 2. 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couronner de lierre.
Étymologie: κισσός.

Greek Monotonic

κισσόω: μέλ. -ώσω (κισσός), στεφανώνω με κισσό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κισσόω: обвивать плющом (κρᾶτά τινος Eur.).