Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρωβυλώδης: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(22)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρωβυλώδης]], -ῶδες (Α) [[κρωβύλος]]<br />αυτός που μοιάζει με κρωβύλο, με κότσο, με [[πλεξίδα]] [[κόμης]] («πλακοῡντα ἐξ ἐντέρων κρωβυλώδη τὴν πλοκήν», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=[[κρωβυλώδης]], -ῶδες (Α) [[κρωβύλος]]<br />αυτός που μοιάζει με κρωβύλο, με κότσο, με [[πλεξίδα]] [[κόμης]] («πλακοῡντα ἐξ ἐντέρων κρωβυλώδη τὴν πλοκήν», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κρωβυλώδης:''' похожий на чуб ([[πλοκή]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 08:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρωβυλώδης Medium diacritics: κρωβυλώδης Low diacritics: κρωβυλώδης Capitals: ΚΡΩΒΥΛΩΔΗΣ
Transliteration A: krōbylṓdēs Transliteration B: krōbylōdēs Transliteration C: krovylodis Beta Code: krwbulw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like the κρωβύλος, Luc.Lex.13.

German (Pape)

[Seite 1517] ες, dem Vorigen ähnlich, πλοκή Luc. Lexiph. 13.

Greek (Liddell-Scott)

κρωβῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κρώβυλον, Λουκ. Λεξιφ. 13.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un toupet.
Étymologie: κρωβύλος, -ωδης.

Greek Monolingual

κρωβυλώδης, -ῶδες (Α) κρωβύλος
αυτός που μοιάζει με κρωβύλο, με κότσο, με πλεξίδα κόμης («πλακοῡντα ἐξ ἐντέρων κρωβυλώδη τὴν πλοκήν», Λουκιαν.).

Russian (Dvoretsky)

κρωβυλώδης: похожий на чуб (πλοκή Luc.).