συναείδω: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συναείδω:''' ποιητ. αντί [[συνᾴδω]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''συναείδω:''' ποιητ. αντί [[συνᾴδω]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναείδω:''' Theocr. = [[συνᾴδω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. for συνᾴδω, Arat.752, Theoc.10.24, Hymn. in IG42(1).131.3 (Epid.).
German (Pape)
[Seite 996] poet. = συνᾴδω; Theocr.; Arat. 752.
Greek (Liddell-Scott)
συναείδω: ποιητ. ἀντὶ συνᾴδω, Μῶσαι Πιερίδες, συναείσατε τὰν ῥαδινάν μοι παῖδα Θεόκρ. 10. 24, Ἄρατ. 752.
French (Bailly abrégé)
poét. c. συνᾴδω.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) βλ. συνάδω.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) βλ. συνάδω.
Greek Monotonic
συναείδω: ποιητ. αντί συνᾴδω, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
συναείδω: Theocr. = συνᾴδω.