ἄτλητος: Difference between revisions
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄτλητος:''' Δωρ. ἄ-τλᾱτος, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφόρητος]], [[ανυπόφορος]], σε Ομήρ. Ιλ., σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν αποτολμάται, <i>ἄτλησα τλᾶσα</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[ανίκανος]] να υπομείνει ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Ανθ. | |lsmtext='''ἄτλητος:''' Δωρ. ἄ-τλᾱτος, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφόρητος]], [[ανυπόφορος]], σε Ομήρ. Ιλ., σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν αποτολμάται, <i>ἄτλησα τλᾶσα</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[ανίκανος]] να υπομείνει ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄτλητος:''' дор. [[ἄτλατος|ἄτλᾱτος]] 2<br /><b class="num">1)</b> невыносимый, нестерпимый ([[πένθος]] Hom.; [[πάθη]] Pind.; ἄτλητα [[παθεῖν]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> невыносящий, невыносливый (τινος Anth.);<br /><b class="num">3)</b> внушающий непреодолимую робость, страшный (ἄτλητα [[τλῆναι]] Aesch.; [[θήρ]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. ἄτλᾱτος, ον,
A not to be borne, insufferable, πένθος, ἄχος, Il.9.3, 19.367, cf. Orac. ap. Hdt.5.56, Pi.O.6.38; ἀγγελία S.Aj. 223 (lyr.). 2 not to be dared, ἄτλητα τλᾶσα A.Ag.408 (lyr.). II Act., incapable of bearing, impatient of, c. gen., μόθων ἄ. AP9.321 (Antim. ?). Adv. -τως, φέρειν Ael.NA16.28.
German (Pape)
[Seite 387] unerträglich, πένθος Il. 9, 3; ἄχος 19, 367; πάθη Pind. Ol. 6, 38; βέλος N. 1, 48; ἄτλητα παθών poët. bei Her. 5, 56; θήρ Agath. 27 (VI, 74); nicht zu wagen, ἄτλητα τλᾶσα Aesch. Ag. 396.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 intolérable;
2 qu’il ne faut pas oser.
Étymologie: ἀ, τλῆναι.
English (Autenrieth)
(τλῆναι): unendurable, Il. 9.3 and Il. 19.367.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀτλατ- Pi.O.6.38, N.1.48, S.Ai.224
• Prosodia: [fem. -α Pi.Fr.42.5 (cj.)]
I 1de abstr. intolerable, insoportable en sent. psíquico ἄχος Il.9.3, 19.367, Hes.Fr.33a, δέος Pi.N.1.48, cf. O.6.38, κῆδος A.R.2.858, πάθος Hld.2.4.1, πένθος IG 12(7).53.12 (Amorgos III d.C.)
•ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτάν noticia intolerable e ineluctable S.Ai.224
•c. dat. γένος δ' ἄτλητον ἀνθρώποισι S.OT 792
•en sent. fís. inaguantable, insoportable ψώα hedor inaguantable A.R.Fr.5.5
•subst. neutr. plu. cosas intolerables, insoportables ἄτλητα πεπονθώς Thgn.1029, cf. Orác. en Hdt.5.56, Theoc.25.203, cf. Pi.Fr.l.c.
2 sólo subst. τὰ ἄτλητα cosas que no deben osarse ἄτλητα τλᾶσα A.A.408.
II de pers. que no soporta, impaciente c. gen. μόθων AP 9.321 (Antim.).
III adv. -ως intolerablemente φέρειν Ael.NA 16.28.
Greek Monolingual
ἄτλητος και (δωρ. τ.) ἄτλατος, -ον (Α)
1. ο αφόρητος
2. αυτός που δεν έπρεπε να τολμηθεί, ο παράτολμος
3. ο ανίκανος να υπομείνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θ.) τλᾱ-, τλήναι].
Greek Monotonic
ἄτλητος: Δωρ. ἄ-τλᾱτος, -ον,
I. 1. αφόρητος, ανυπόφορος, σε Ομήρ. Ιλ., σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Σοφ.
2. αυτός που δεν αποτολμάται, ἄτλησα τλᾶσα, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ., ανίκανος να υπομείνει ένα πράγμα, με γεν., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτλητος: дор. ἄτλᾱτος 2
1) невыносимый, нестерпимый (πένθος Hom.; πάθη Pind.; ἄτλητα παθεῖν Her.);
2) невыносящий, невыносливый (τινος Anth.);
3) внушающий непреодолимую робость, страшный (ἄτλητα τλῆναι Aesch.; θήρ Anth.).