συνεκπορίζω: Difference between revisions

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεκπορίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[συμβάλλω]] στην [[προμήθεια]] ή τον εφοδιασμό, [[χορηγώ]] από κοινού, <i>τί τινι</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνεκπορίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[συμβάλλω]] στην [[προμήθεια]] ή τον εφοδιασμό, [[χορηγώ]] από κοινού, <i>τί τινι</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεκπορίζω:''' <b class="num">1)</b> доставлять, добывать (τινί τι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> выдумывать, изобретать (προφάσεις εὐσχήμονας Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπορίζω Medium diacritics: συνεκπορίζω Low diacritics: συνεκπορίζω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΟΡΙΖΩ
Transliteration A: synekporízō Transliteration B: synekporizō Transliteration C: synekporizo Beta Code: sunekpori/zw

English (LSJ)

   A help in procuring or supplying, τινί τι X.An. 5.8.25; προφάσεις Plu.2.73e; τὰ ἀναγκαῖα Hierocl. in CA11p.444M.

German (Pape)

[Seite 1013] mit oder zugleich ausfinden u. anschaffen, Xen. An. 5, 8, 25 u. Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπορίζω: βοηθῶ, συνεργῶ εἰς πορισμὸν ἢ παροχήν, εἰ δέ τῳ ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι Ξεν. Ἀνάβ. 5. 8, 25· προφάσεις εὐσχήμονας ἀμωσγέπως συνεκπορίζειν Πλούτ. 2. 73Ε.

French (Bailly abrégé)

contribuer à fournir, à procurer.
Étymologie: σύν, ἐκπορίζω.

Greek Monolingual

Α
συμβάλλω σε προμήθεια ή παροχή («εἰ δὲ τῳ ἢ ἀσθενοῡντι ἢ ἀποροῡντι συνεξεπόρισά τι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπορίζω «χορηγώ, προμηθεύω»].

Greek Monolingual

Α
συμβάλλω σε προμήθεια ή παροχή («εἰ δὲ τῳ ἢ ἀσθενοῡντι ἢ ἀποροῡντι συνεξεπόρισά τι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπορίζω «χορηγώ, προμηθεύω»].

Greek Monotonic

συνεκπορίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, συμβάλλω στην προμήθεια ή τον εφοδιασμό, χορηγώ από κοινού, τί τινι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνεκπορίζω: 1) доставлять, добывать (τινί τι Xen.);
2) выдумывать, изобретать (προφάσεις εὐσχήμονας Plut.).