τρικόρυθος: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῐκόρῠθος:''' -ον και τρί-κορυς, -ῠθος, ὁ, αυτός που έχει [[περικεφαλαία]] με τριπλό [[λοφίο]], σε Ευρ. | |lsmtext='''τρῐκόρῠθος:''' -ον και τρί-κορυς, -ῠθος, ὁ, αυτός που έχει [[περικεφαλαία]] με τριπλό [[λοφίο]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐκόρῠθος:''' Eur. = [[τρίκορυς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, = sq.,
A Αἴας E.Or.1480 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκόρῠθος: -ον, = τρίκορυς, τρικόρυθος Αἴας Εὐρ. Ὀρέστ. 1480.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. τρίκορυς.
Greek Monolingual
-ον, Α
τρίκορυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κόρυθος (< κόρυς, -υθος «κεφάλι, περικεφαλαία»), πρβλ. εὐκόρυθος.
Greek Monotonic
τρῐκόρῠθος: -ον και τρί-κορυς, -ῠθος, ὁ, αυτός που έχει περικεφαλαία με τριπλό λοφίο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐκόρῠθος: Eur. = τρίκορυς.