τετανός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετᾰνός:''' -ή, -όν ([[τείνω]]), [[τεντωμένος]], [[ομαλός]], [[λείος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τετᾰνός:''' -ή, -όν ([[τείνω]]), [[τεντωμένος]], [[ομαλός]], [[λείος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετᾰνός:''' [[τείνω]] натянутый, тугой ([[πρίων]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετᾰνός Medium diacritics: τετανός Low diacritics: τετανός Capitals: ΤΕΤΑΝΟΣ
Transliteration A: tetanós Transliteration B: tetanos Transliteration C: tetanos Beta Code: tetano/s

English (LSJ)

ή, όν, (τείνω, τανύω)

   A stretched, rigid, Hp.Fract.2 (Sup.); straightened, smooth, ἔρφος, ῥινός, Nic.Al.343,464; πῆχυς AP6.204 (Leon.); φύλλον Thphr.HP3.11.1; θρίδαξ Lycus ap.Ath.2.69e; τ. καὶ καθαρὸν πρόσωπον Crito ap.Gal.12.825; f.l.in E.Fr.472.6 (anap., codd. Erot.).    II = τετανόθριξ, PPetr.3p.2, al. (iii B.C.), PCair.Zen.76.11 (iii B.C.), PLond.3.879.17 (ii B.C.), PAmh.2.51.22 (i B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1096] gespannt, gestreckt, ausgespannt, angespannt, dah. glatt, ohne Runzel; καὶ καθαρὸν πρόσωπον, Galen., s. Jac. A. P. p. 512; ἔρφος, gespannte Haut, Nic. Al. 343, vgl. 464; πρίων, Leon. Tar. 28 (VI, 204), u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετᾰνός: -ή, -όν, (τείνω, τανύω) τεταμένος, τεντωμένος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 751· τεντωμένος, ὁμαλός, λεῖος, ἔρφος, ῥινὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 343, 464· πρίων Ἀνθολ. Π. 6. 204· φύλλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 3. 11, 2· τ. καὶ καθαρὸν πρόσωπον Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 étendu, allongé, long;
2 rigide;
3 lisse, uni, sans pli ou sans ride.
Étymologie: τείνω.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -όν, Α
1. τεντωμένος
2. ομαλός, λείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με αναδιπλασιασμό τε- < συνεσταλμένη βαθμίδα ταν- του τείνω].———————— (II)
-ή, -όν, Α
τετανόθριξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί κατ' αποκοπή από το σύνθ. τετανόθριξ].

Greek Monotonic

τετᾰνός: -ή, -όν (τείνω), τεντωμένος, ομαλός, λείος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τετᾰνός: τείνω натянутый, тугой (πρίων Anth.).