γωνιώδης: Difference between revisions
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γωνιώδης:''' -ες ([[γωνία]], [[εἶδος]]), αυτός που σχηματίζει [[γωνία]], [[γωνιακός]], αυτός που μοιάζει με [[γωνία]], σε Θουκ. | |lsmtext='''γωνιώδης:''' -ες ([[γωνία]], [[εἶδος]]), αυτός που σχηματίζει [[γωνία]], [[γωνιακός]], αυτός που μοιάζει με [[γωνία]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γωνιώδης:''' <b class="num">1)</b> имеющий вид ломаной линии (τοῦ χωρίου τοῦ περὶ τὸ [[σῆμα]] [[περιβολή]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[γωνιοειδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A angular, Th.8.104; at a sharp angle, διαστροφή Hp. Art.47.
German (Pape)
[Seite 512] ες, = γωνιοειδής, Thuc. 8, 104; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γωνιώδης: -ες, (εἶδος) γωνιακός, ὅμοιος γωνίᾳ, Θουκ. 8. 104· ἔχων ἢ σχηματίζων ὀξεῖαν γωνίαν, διαστροφὴ Ἱππ. Ἄρθρ. 812.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de forme angulaire.
Étymologie: γωνία, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
angular περιβολή Th.8.104, διαστροφή Hp.Art.47, ἐκκοπαί Procop.Gaz.M.87.645C, ἐξοχὴ γ. un saliente formando esquina en la muralla, Eust.1082.27
•op. σφαιροειδής anguloso, con aristas de la forma de un nido de pájaros οὐ γωνιῶδες Plu.2.966e.
Greek Monolingual
-ες (AM γωνιώδης, -ες)
ο γωνιοειδής.
Greek Monotonic
γωνιώδης: -ες (γωνία, εἶδος), αυτός που σχηματίζει γωνία, γωνιακός, αυτός που μοιάζει με γωνία, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
γωνιώδης: 1) имеющий вид ломаной линии (τοῦ χωρίου τοῦ περὶ τὸ σῆμα περιβολή Thuc.);
2) Plut. = γωνιοειδής.