νουνέχεια: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νουνέχεια:''' ἡ, [[ιδιότητα]] νοητικής αντίληψης, [[σύνεση]], [[σωφροσύνη]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''νουνέχεια:''' ἡ, [[ιδιότητα]] νοητικής αντίληψης, [[σύνεση]], [[σωφροσύνη]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''νουνέχεια:''' ἡ благоразумие, рассудительность (ν. καὶ [[ἐπιδεξιότης]] Polyb.).
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουνέχεια Medium diacritics: νουνέχεια Low diacritics: νουνέχεια Capitals: ΝΟΥΝΕΧΕΙΑ
Transliteration A: nounécheia Transliteration B: nounecheia Transliteration C: nounecheia Beta Code: noune/xeia

English (LSJ)

ἡ,

   A good sense, discretion, Plb.4.82.3, Andronic.Pass. p.578 M., Stoic.3.64.

Greek (Liddell-Scott)

νουνέχεια: ἡ, τὸ ἔχειν νοῦν, φρόνησις, Πολύβ. 4. 82, 3

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prudence, sagesse.
Étymologie: νουνεχής.

Greek Monolingual

η (Α νουνέχεια) νουνεχής
σύνεση, φρονιμάδα.

Greek Monotonic

νουνέχεια: ἡ, ιδιότητα νοητικής αντίληψης, σύνεση, σωφροσύνη, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

νουνέχεια: ἡ благоразумие, рассудительность (ν. καὶ ἐπιδεξιότης Polyb.).