εὐκατάλυτος: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐκατάλῠτος:''' -ον ([[καταλύω]]), αυτός που καταλύεται, που καταστρέφεται εύκολα, σε Ξεν. | |lsmtext='''εὐκατάλῠτος:''' -ον ([[καταλύω]]), αυτός που καταλύεται, που καταστρέφεται εύκολα, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐκατάλῠτος:''' легко разрушаемый, без труда устранимый (ἡ Λακεδαιμονίων [[πλεονεξία]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easy to overthrow, X. HG3.5.15 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1073] leicht aufzulösen, zu vernichten, Λακεδαιμονίων πλεονεξία Xen. Hell. 3, 5, 14, im compar.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάλῠτος: -ον, εὐκόλως καταλυόμενος, καταστρεφόμενος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à dissoudre, à détruire;
Cp. εὐκαταλυτώτερος.
Étymologie: εὖ, καταλύω.
Greek Monolingual
εὐκατάλυτος, -ον (Α)
αυτός που καταλύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-λυτος (< κατα-λύω), πρβλ. α-κατά-λυτος, δυσ-κατά-λυτος].
Greek Monotonic
εὐκατάλῠτος: -ον (καταλύω), αυτός που καταλύεται, που καταστρέφεται εύκολα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐκατάλῠτος: легко разрушаемый, без труда устранимый (ἡ Λακεδαιμονίων πλεονεξία Xen.).