ἀναγκαίη: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναγκαίη:''' ἡ, Επικ. και Ιων. αντί [[ἀνάγκη]], σε Όμηρ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀναγκαίη:''' ἡ, Επικ. και Ιων. αντί [[ἀνάγκη]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναγκαίη:''' ἡ Hom., Her. = [[ἀνάγκη]].
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγκαίη Medium diacritics: ἀναγκαίη Low diacritics: αναγκαίη Capitals: ΑΝΑΓΚΑΙΗ
Transliteration A: anankaíē Transliteration B: anankaiē Transliteration C: anagkaii Beta Code: a)nagkai/h

English (LSJ)

ἡ, Ep. and Ion, for ἀνάγκη, Il.6.85, Tyrt.6, Sol.36.8, Hdt.1.11, etc.

German (Pape)

[Seite 183] fem. von ἀναγκαῖος, als substant. Homerisch = ἀνάγκη, das adjectiv. statt des subst., wie z. B. παρθενική statt παρθένος u. s. w. Iliad. 4, 300 ἀναγκαίῃ πολεμίζειν; 6, 85 Od. 19, 73 ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει; Her. 1, 74.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγκαίη: ἡ, Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἀνάγκη, Ὅμ., Τυρτ., Σόλων, Ἡροδ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 la nécessité;
2 liens du sang.
Étymologie: fém. de ἀναγκαῖος.

English (Autenrieth)

(= ἀνάγκη): necessity, constraint; dat., perforce, Il. 4.300 ; ἀναγκαίηφι δαμέντες, Il. 20.143.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
1 necesidad, fuerza mayor Δαναοῖσι μαχησόμεθ' ... ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει Il.6.85
personif. la Necesidad, la Fatalidad Call.Del.122
esp. coacción, imposición, dominio, servidumbre ὑπ' ἀναγκαίῃ δεδμήσεσθ' ἤματα πάντα h.Ap.543, ἀναγκαίης ὑπὸ λυγρῆς de los mesenios sometidos a los espartanos, Tyrt.5.2, ὄφρα ... ἀναγκαίῃ πολεμίζοι para que tuviera que luchar a la fuerza, Il.4.300, cf. Hdt.1.11
necesidad biológica, ref. a la pobreza o al hambre Od.19.73.
2 parentesco Hdt.1.74. Cf. ἀνάγκη.

Greek Monotonic

ἀναγκαίη: ἡ, Επικ. και Ιων. αντί ἀνάγκη, σε Όμηρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναγκαίη: ἡ Hom., Her. = ἀνάγκη.