ἐρυσάρματες: Difference between revisions
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐρῠσάρμᾰτες:''' αιτ. -ᾰτας, ([[ἐρύω]], [[ἅρμα]]), [[χωρίς]] ενικ. σε [[χρήση]], αυτοί που σύρουν το [[άρμα]], λέγεται για άλογα, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἐρῠσάρμᾰτες:''' αιτ. -ᾰτας, ([[ἐρύω]], [[ἅρμα]]), [[χωρίς]] ενικ. σε [[χρήση]], αυτοί που σύρουν το [[άρμα]], λέγεται για άλογα, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρῠσάρμᾰτες:''' acc. ας adj. pl. влекущие колесницу, т. е. упряжные (ἵπποι Hom., Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 31 December 2018
English (LSJ)
acc. -ᾰτας, nom. and acc. pl., with no sg. in use,
A chariot-drawing, ἵπποι Il.15.354, 16.370, Hes.Sc.369.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυσάρμᾰτες: αἰτ. -ᾰτας. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἄνευ ἑνικ. ἐν χρήσει, οἱ τὰ ἅρματα σύροντες, ἐρυσάρματες ἵπποι, ἐρυσάρματας ἵππους Ἰλ. Ο. 354, Π. 370, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 369. Πρβλ. Λοβεκκ. Παραλ. 179.
French (Bailly abrégé)
(οἱ) :
qui traînent un char.
Étymologie: ἐρύω, ἅρμα.
Greek Monolingual
ἐρυσάρματες, οἱ (Α)
αυτοί που σύρουν το άρμα («ἐρυσάρματες ἵπποι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερύω (I) (πρβλ. ερύα-ω, είρυσ-α) + άρμα, -ατός].
Greek Monotonic
ἐρῠσάρμᾰτες: αιτ. -ᾰτας, (ἐρύω, ἅρμα), χωρίς ενικ. σε χρήση, αυτοί που σύρουν το άρμα, λέγεται για άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῠσάρμᾰτες: acc. ας adj. pl. влекущие колесницу, т. е. упряжные (ἵπποι Hom., Hes.).