εἰρηναῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰρηναῖος:''' -α, -ον, [[ειρηνικός]], [[φίλος]] της ειρήνης, σε Ηρόδ.· <i>τὰεἰρηναῖα</i>, οι καρποί της ειρήνης, στον ίδ.· επίρρ. <i>-ως</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''εἰρηναῖος:''' -α, -ον, [[ειρηνικός]], [[φίλος]] της ειρήνης, σε Ηρόδ.· <i>τὰεἰρηναῖα</i>, οι καρποί της ειρήνης, στον ίδ.· επίρρ. <i>-ως</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰρηναῖος:''' мирный: εἰ. τινι εἶναι Her. жить в мире с кем-л., но ταῦτά [[σφι]] [[εἰρηναῖα]] ἦν Her. это умиротворило их; εἰρηναῖόν τι ἀπαγγεῖλαι [[παρά]] τινος Thuc. прийти от кого-л. с мирными предложениями.
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰρηναῖος Medium diacritics: εἰρηναῖος Low diacritics: ειρηναίος Capitals: ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: eirēnaîos Transliteration B: eirēnaios Transliteration C: eirinaios Beta Code: ei)rhnai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A peaceful, εἰρηναῖον εἶναί τινι to live peaceably with any one, Hdt.2.68; οὐδὲν εἰ. ἀπαγγέλλειν Th.1.29; τὰ εἰ. matters of peace, Hdt.6.57; εἰ. βίος Phld.Oec.p.20J.; εἰ. καὶ βέβαιος πλοῦς Dion. Byz.24: Sup., Max.Tyr.30.5. Adv. -αίως Hdt.3.145, Phld.Oec. p.39J.    II εἰρηναῖον, τό, = Lat. Templum Pacis, D.C.72.24.

German (Pape)

[Seite 735] friedlich, ruhig; καί σφι ταῦτα μὲν εἰρηναῖα ἦν Her. 6, 42; ὁ δὲ τροχίλος εἰρηναῖόν οἵ ἐστι, lebt mit ihm im Frieden, 2, 68; ὁ κήρυξ ἀπήγγειλεν οὐδὲν εἰρηναῖον παρὰ τῶν Κορινθίων Thuc. 1, 29; was im Frieden geschieht, Her. 6, 57. – Adv. εἰρηναίως, Her. 3, 154.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρηναῖος: -α, -ον, εἰρηνικός, εἰρηναῖον εἶναί τι Ἡρόδ. 2. 68, Θουκ. 1. 29· τὰ εἰρηναῖα, τὰ δικαιώματα ὧν ἀπέλαυον οἱ Βασιλεῖς τῆς Σπάρτης ἐν καιρῷ εἰρήνης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐμπολέμια, Ἡρόδ. 6. 56, 57. - Ἐπίρρ. -ως ὁ αὐτ. 3. 145.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
pacifique ; τὰ εἰρηναῖα HDT les prérogatives (des rois lacédémoniens) en temps de paix.
Étymologie: εἰρήνη.

Greek Monolingual

εἰρηναῑος, -α, -ον (AM)
1. ειρηνικός
2. αυτός που γίνεται στη διάρκεια της ειρήνης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εἰρηναῑον
ναὸς τὴς ειρήνης.

Greek Monotonic

εἰρηναῖος: -α, -ον, ειρηνικός, φίλος της ειρήνης, σε Ηρόδ.· τὰεἰρηναῖα, οι καρποί της ειρήνης, στον ίδ.· επίρρ. -ως, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εἰρηναῖος: мирный: εἰ. τινι εἶναι Her. жить в мире с кем-л., но ταῦτά σφι εἰρηναῖα ἦν Her. это умиротворило их; εἰρηναῖόν τι ἀπαγγεῖλαι παρά τινος Thuc. прийти от кого-л. с мирными предложениями.