ἀνακοιρανέω: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνακοιρᾰνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[άρχω]], [[βασιλεύω]] ή [[διοικώ]] έναν [[τόπο]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀνακοιρᾰνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[άρχω]], [[βασιλεύω]] ή [[διοικώ]] έναν [[τόπο]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνακοιρᾰνέω:''' властвовать, управлять Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A rule or command in a place, Posidipp. ap. Ath.7.318d.
German (Pape)
[Seite 193] herrschen, Posidip. 21 (App. 67). Hom. Il. 5, 824 μάχην ἀνὰ κοιρανέοντα gehört nicht hierher.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακοιρᾰνέω: ἄρχω, βασιλεύω, διοικῶ, ἔν τινι τόπῳ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 67. ― Παρ’ Ὁμήρῳ Ἰλ. Ε. 824 γράφεται νῦν κεχωρισμένως, ἀνὰ κοιρανέοντα.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
commander à ou dans.
Étymologie: ἀνά, κοιρανέω.
Spanish (DGE)
(ἀνακοιρᾰνέω) regir, reinar ἐπὶ Ζεφυρίτιδος ἀκτῆς Posidipp.13.3P.
Greek Monotonic
ἀνακοιρᾰνέω: μέλ. -ήσω, άρχω, βασιλεύω ή διοικώ έναν τόπο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακοιρᾰνέω: властвовать, управлять Anth.