ἐκνίζω: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκνίζω:''' μέλ. -[[νίψω]] (προερχόμενο από το -[[νίπτω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ξεπλένω]], [[καθαρίζω]], σε Ευρ. — Μέσ., ξεπλένομαι, Λατ. diluere, [[οὐδέποτε]] ἐκνίψῃ τὰ [[πεπραγμένα]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[καθαίρω]], [[εξαγνίζω]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐκνίζω:''' μέλ. -[[νίψω]] (προερχόμενο από το -[[νίπτω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ξεπλένω]], [[καθαρίζω]], σε Ευρ. — Μέσ., ξεπλένομαι, Λατ. diluere, [[οὐδέποτε]] ἐκνίψῃ τὰ [[πεπραγμένα]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[καθαίρω]], [[εξαγνίζω]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκνίζω:''' и [[ἐκνίπτω]] (fut. [[ἐκνίψω]])<br /><b class="num">1)</b> омывать, очищать (ψυχήν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> смывать (φόνον φόνῳ Eur.; τὰ ἀνίατα Plat.); med. смывать с себя (τὰ πεπραγμένα Dem.; τὸ θνητόν Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A wash out, purge away, φόνον φόνῳ E.IT1224; of crimes, Pl.Ep.352c :—Med., wash off from oneself, οὐδέποτε ἐκνίψει τὰ πεπραγμένα σαυτῷ D.18.140 ; τὰ ἔθη γυναικῶν Ph.1.365 ; ἄγος φόνου Paus. 3.17.7 ; τὸ θνητόν Plu.2.499c. b ἐκνενιμμένοι τόποι washed away, POxy.1469.6 (iii A.D.). II wash clean, purify, ψυχήν AP14.74 : metaph., restore to clarity, τὴν αἴσθησιν Aret. CA2.3 :—Pass., ἐκνενιμμένη, of a cup, Eub.56.5 ; ἐκνιφθεὶς ὁ στόμαχος Philum. ap. Aët.9.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκνίζω: μέλλ. -νίψω, ἐκπλύνω, καθαρίζω, Λατ. eluere, diluere, φόνον φόνῳ, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1224· ἐπὶ ἐγκλημάτων ἢ κακουργημάτων, Πλάτ. Ἐπιστ. 352C: - Μέσ. ἀποπλύνω ἀπ’ ἑμαυτοῦ, οὐδέποτε ἐκνίψῃ τὰ πεπραγμένα, Λατ. diluere crimina, Δημ. 274. 23· ἄγος φόνου Παυσ. 3. 17, 7· τὸ θνητὸν Πλούτ. 2. 499C. ΙΙ. ἐντελῶς ἐκπλύνω, καθαίρω, ἐξαγνίζω, Ἀνθ. Π. 14. 74: - Παθ., ἐκνενιμμένη, ἐπὶ κύλικος, Εὔβουλος ἐν «Κυβευταῖς» 1. 5.
French (Bailly abrégé)
c. ἐκνίπτω.
Greek Monolingual
ἐκνίζω (Α)
1. ξεπλένω, καθαρίζω («φόνῳ φόνον μυσαρόν ἐκνίψω», Ευρ. Ιφ. Ταύρ.)
2. μέσ. ξεπλένω από πάνω μου
3. καθαρίζω, εξαγνίζω
4. κάνω κάτι διαυγές.
Greek Monotonic
ἐκνίζω: μέλ. -νίψω (προερχόμενο από το -νίπτω)·
I. ξεπλένω, καθαρίζω, σε Ευρ. — Μέσ., ξεπλένομαι, Λατ. diluere, οὐδέποτε ἐκνίψῃ τὰ πεπραγμένα, σε Δημ.
II. καθαίρω, εξαγνίζω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκνίζω: и ἐκνίπτω (fut. ἐκνίψω)
1) омывать, очищать (ψυχήν Anth.);
2) смывать (φόνον φόνῳ Eur.; τὰ ἀνίατα Plat.); med. смывать с себя (τὰ πεπραγμένα Dem.; τὸ θνητόν Plut.).