ποτιστάζω: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποτιστάζω:''' Δωρ. αντί προσ-[[στάζω]].
|lsmtext='''ποτιστάζω:''' Δωρ. αντί προσ-[[στάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποτιστάζω:''' дор. Pind. = * [[προσστάζω]].
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτιστάζω Medium diacritics: ποτιστάζω Low diacritics: ποτιστάζω Capitals: ΠΟΤΙΣΤΑΖΩ
Transliteration A: potistázō Transliteration B: potistazō Transliteration C: potistazo Beta Code: potista/zw

English (LSJ)

Dor. for προσστάζω, Pi.O.6.76, P.4.137.

German (Pape)

[Seite 690] dor. statt προσστάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιστάζω: Δωρ. ἀντὶ προσστάζω, Πινδ. Ο. 6. 126, Π. 4. 243.

French (Bailly abrégé)

faire tomber goutte à goutte, distiller.
Étymologie: ποτί, στάζω.

English (Slater)

ποτιστάζω
   1 distil met. οἷς ποτε πρώτοις ἐλαυνόντεσσιν ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (vv. ll. ποτιστάζει, -στάξει) (O. 6.76) πραὺν δ' Ἰάσων μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον (P. 4.137)

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσστάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + στάζω.

Greek Monotonic

ποτιστάζω: Δωρ. αντί προσ-στάζω.

Russian (Dvoretsky)

ποτιστάζω: дор. Pind. = * προσστάζω.