Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνιαυσιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐνιαυσιαῑος, -α, -ον (AM) [[ενιαυτός]]<br /><b>1.</b> [[ενιαύσιος]], [[ετήσιος]], που γίνεται [[κάθε]] χρόνο («ἐνιαυσιαῑον [[ζῴδιον]]», «ἐνιαυσιαῑος [[κύκλος]]»)<br /><b>2.</b> ο ενός έτους, [[μονοετής]], [[χρονιάρικος]] («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῑον Λάιον», <b>Απολλόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνιαυσιαίως</i><br />ενιαυσίως, ετησίως, κατ' [[έτος]].
|mltxt=ἐνιαυσιαῑος, -α, -ον (AM) [[ενιαυτός]]<br /><b>1.</b> [[ενιαύσιος]], [[ετήσιος]], που γίνεται [[κάθε]] χρόνο («ἐνιαυσιαῑον [[ζῴδιον]]», «ἐνιαυσιαῑος [[κύκλος]]»)<br /><b>2.</b> ο ενός έτους, [[μονοετής]], [[χρονιάρικος]] («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῑον Λάιον», <b>Απολλόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνιαυσιαίως</i><br />ενιαυσίως, ετησίως, κατ' [[έτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνιαυσιαῖος:''' Arst., Diod. = [[ἐνιαύσιος]].
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνῐαυσιαῖος Medium diacritics: ἐνιαυσιαῖος Low diacritics: ενιαυσιαίος Capitals: ΕΝΙΑΥΣΙΑΙΟΣ
Transliteration A: eniausiaîos Transliteration B: eniausiaios Transliteration C: eniafsiaios Beta Code: e)niausiai=os

English (LSJ)

α, ον, = sq. 111, Arist.Cat.5b5, D.S.11.69 (s.v.l.);

   A κύκλος Jul.Or.4.155b; χρόνος πμασπ. 159.20 (vi A.D.); ζῴδιον, = ἐνιαυτοῦ κύριον, Balbillus in Cat.Cod.Astr.8(4).240.    II = sq. 1, ἄρνες J. AJ3.10.1; ἄμπελοι Gp.3.2.1.    III = sq. 11, J.BJ2.16.4, Gp.2.44.2.

German (Pape)

[Seite 844] = Folgdm, Arist. categ. 6, 11 u. Sp., unattisch, s. Lob. zu Phryn. p. 362.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνιαυσιαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ. ΙΙΙ, Ἀριστ. Κατηγ. 6. 11, Διοδ. 11. 69, κτλ.

Spanish (DGE)

-α, -ον
I 1que tiene un año, de un año de edad, βρέφος FD 6.43.11 (II a.C.), ἄρνες I.AI 3.238, ἔριφος Thdt.Qu.in Le.1 (p.159), prob. del vino Graff.Dip.Hc 15, ἄμπελοι Gp.3.2.1
fig. que es como un niño de un año por su candor, Thdt.Qu.29 in Le.
2 anual, de un año de duración τοῦ γὰρ ἐνιαυσιαίου χρόνου διεληλυθότος D.S.13.38, περίοδος ἐ. ciclo periódico anual ref. a las mareas, Str.3.5.8, κατὰ τὴν τεταγμένην περίοδον τοῦ ἐνιαυσιαίου κύκλου según el período establecido del ciclo anual ref. a la fecha de la fiesta de Resurrección, Gr.Nyss.Ep.Can.204.3, cf. Olymp.Iob 39.18, ἐ. ἀλγηδών tormento de un año Gr.Nyss.M.46.101A, μέχρι περαιώσεως ἑνὸς καὶ μόνου ἐνιαυσιαίου χρόνου PMasp.159.20 (VI d.C.).
3 astrol. anual, de cada año ἐνιαυσιαῖον ζῴδιον signo del zodiaco que rige el año Balbillus en Cat.Cod.Astr.8(4).240.22, πρὸς καθολικοὺς χρόνους καὶ ἐνιαυσιαίους καὶ μηνιαίους ref. a la posición de los astros, Vett.Val.160.28, cf. Ptol.Tetr.4.10.21, μηνιαία ἢ ἐνιαυσιαία ὑπόστασις de los astros, Vett.Val.342.24.
4 anual, que corresponde a un año φόρος I.BI 2.386.
5 anual, que tiene lugar una vez al año ἐν ταῖς μηνιαίαις ἢ ἐνιαυσιαίαις ἑορταῖς Gp.2.44.2.
II adv. -ως cada año, BGU 2788.9 (biz.).

Greek Monolingual

ἐνιαυσιαῑος, -α, -ον (AM) ενιαυτός
1. ενιαύσιος, ετήσιος, που γίνεται κάθε χρόνο («ἐνιαυσιαῑον ζῴδιον», «ἐνιαυσιαῑος κύκλος»)
2. ο ενός έτους, μονοετής, χρονιάρικος («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῑον Λάιον», Απολλόδ.).
επίρρ...
ἐνιαυσιαίως
ενιαυσίως, ετησίως, κατ' έτος.

Russian (Dvoretsky)

ἐνιαυσιαῖος: Arst., Diod. = ἐνιαύσιος.