ψυκτήρ: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψυκτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ψύχω]]), [[ψύκτης]] κρασιού, [[αγγείο]] που χωρούσε από 2 έως 6 <i>μετρητάς</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ψυκτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ψύχω]]), [[ψύκτης]] κρασιού, [[αγγείο]] που χωρούσε από 2 έως 6 <i>μετρητάς</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψυκτήρ:''' ῆρος ὁ сосуд (для охлаждения вина), чаша Eur., Plat., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A wine-cooler, E.Fr.726, Pl.Smp.213e, IG22.1638.62, al., Stratt.59 (anap.), IG7.3498.29 (Orop.), Callix.2, J.AJ11.1.3, App. Mith.115, Ath.11.502c; ψ. ἀργυροῦς μέγας δίωτος OGI214.56 (Branchidae, iii B. C.); ψυκτῆρά τις προὔπινεν αὐτοῖς Men.510, cf. Antiph.114, Alex.9.12; ψυκτῆρες γάλακτος Philostr.Im.1.31, cf. Poll.10.74. II ψυκτῆρες, οἱ, cool shady places for recreation, Nic.Thyat. ap. Ath.11.503c (ψυκτήρια Casaubon). III ψυκτῆρες, = ταρσοί, Sch.Od.9.219.
German (Pape)
[Seite 1402] ῆρος, ὁ, das Kühlgefäß, ein großes, wahrscheinlich mit Wasser gefülltes Gefäß, das man bei Gastmählern auf einem Dreifuße auf die Tafel stellte, um den Wein darin kühl zu halten; com. bei Ath. XI, 502 c; vgl. Plat. Conv. 213 e; Plut. Alex. 72; auch γάλακτος, Philostr. imagg. 1, 31. – Οἱ ψυκτῆρες, schattige, kühle Orte zur Erquickung, s. Ruhnk. ad. Tim. 278.
Greek (Liddell-Scott)
ψυκτήρ: ῆρος, ὁ, σκεῦος ἐν ᾧ τὸν οἶνον ἔψυχον, τὸ κοινῶς λεγόμενον κρυωτήριον, ἀγγεῖον χωροῦν μετρητὰς 2 μέχρι 6 (Καλίξ. παρ’ Ἀθην. 199D), ἐτίθετο δὲ ἐπὶ τρίποδος ἐπὶ τῆς τραπέζης, καὶ ἐνίοτε ἐξ αὐτοῦ τούτου ἔπινον, Εὐρ. Ἀποσπ. 726, Πλάτ. Συμπ. 213Ε, Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 3, πρβλ. παρ’ Ἀθην. 502C, κἑξ.· ψ. ἀργυροῦς μέγας δίωτος Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 57· μάλιστα ἐπὶ ἀνδρὸς φιλοπότου, ψυκτῆρά τις προὔπινεν αὐτοῖς Μένανδρος ἐν «Χαλκείοις» 2, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Καρίνῃ» 1, Ἄλεξιν ἐν «Αἰσώπῳ» 1. 12· - ὡσαύτως, ψυκτῆρες γάλακτος Φιλόστρ. 809· πρβλ. ψυγεύς, καὶ ἴδε Ruhnck Τίμ. ἐν λ. Hemet Πολυδ. Γ. 74. ΙΙ. ψυκτῆρες, οἱ, «ἀλσώδεις καὶ σύσκιοι τόποι, ἐν οἶς ἔστιν ἀναψῦξαι» Νίκανδρος Θυατειρινός παρ’ Ἀθην. 503C, ἔνθα: ψυκτήρια.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
vase pour rafraîchir.
Étymologie: ψύχω.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
βλ. ψυκτήρας.
Greek Monotonic
ψυκτήρ: -ῆρος, ὁ (ψύχω), ψύκτης κρασιού, αγγείο που χωρούσε από 2 έως 6 μετρητάς, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ψυκτήρ: ῆρος ὁ сосуд (для охлаждения вина), чаша Eur., Plat., Plut.