τανύφλοιος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰνύφλοιος:''' -ον ([[τανύω]]), λέγεται για τα δέντρα, αυτός που έχει φλοιό που εκτείνεται σε μεγάλο [[μήκος]], δηλ. ψηλός, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''τᾰνύφλοιος:''' -ον ([[τανύω]]), λέγεται για τα δέντρα, αυτός που έχει φλοιό που εκτείνεται σε μεγάλο [[μήκος]], δηλ. ψηλός, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνύφλοιος:''' с обтянутой (гладкой) корой, по по друг. - с длинной корой, т. е. высокий ([[κρανείη]] Hom.; [[ἐρινεός]] Theocr.).
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύφλοιος Medium diacritics: τανύφλοιος Low diacritics: τανύφλοιος Capitals: ΤΑΝΥΦΛΟΙΟΣ
Transliteration A: tanýphloios Transliteration B: tanyphloios Transliteration C: tanyfloios Beta Code: tanu/floios

English (LSJ)

ον, of trees,

   A with longstretched bark, i.e. of tall or slender growth, κράνεια Il.16.767; αἴγειρος S.Fr.593.2(lyr.); ἔρινος Theoc.25.250; ἐλάτη Orph.A.607.

German (Pape)

[Seite 1068] eigtl. mit langer Rinde, daher von Bäumen = lang od. schlank gewachsen, κράνεια, Il. 16, 767; αἴγειρος, Soph. frg. 692; ἐλάτη, Orph. Arg. 605; ἔρινεός, Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύφλοιος: -ον, ἐπὶ δένδρων, ὁ ἔχων φλοιὸν ἐπὶ μῆκος ἐκτεινόμενον, δηλ. ὑψηλός, κρανείη Ἰλ. Π. 767· αἴγειρος Σοφ. Ἀποσπ. 692.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l’écorce allongée ; au tronc élancé.
Étymologie: τανύω, φλοιός.

English (Autenrieth)

with thin (smooth, tender) bark, Il. 16.767†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για δένδρα)
1. αυτός που έχει φλοιό ο οποίος εκτείνεται σε μεγάλο μήκος ή αυτός που έχει λεπτό φλοιό
2. (κατ. επέκτ.) ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του αμάρτυρου επιθ. τανύς (βλ. λ. τείνω) + φλοιός (πρβλ. δασυ-φλοιος). Για το θ. του α' συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι.

Greek Monotonic

τᾰνύφλοιος: -ον (τανύω), λέγεται για τα δέντρα, αυτός που έχει φλοιό που εκτείνεται σε μεγάλο μήκος, δηλ. ψηλός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνύφλοιος: с обтянутой (гладкой) корой, по по друг. - с длинной корой, т. е. высокий (κρανείη Hom.; ἐρινεός Theocr.).