καινοπήμων: Difference between revisions
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καινοπήμων:''' -ον ([[πῆμα]]), [[καινούριος]] στα βάσανα, [[νέος]] στη [[δυστυχία]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''καινοπήμων:''' -ον ([[πῆμα]]), [[καινούριος]] στα βάσανα, [[νέος]] στη [[δυστυχία]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καινοπήμων:''' 2, gen. ονος впервые переживающий страдания, испытывающий небывалое горе (δμωϊδες Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A new to misery, δμωἴδες ib. 363 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1294] δμωΐδες, Neues, neuerdings duldend, Aesch. Spt. 345.
Greek (Liddell-Scott)
καινοπήμων: -ον, ὁ ἄρτι δυστυχήσας, δμωίδες δὲ καινοπήμονες, «αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 363.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui éprouve une douleur nouvelle, inconnue.
Étymologie: καινός, πῆμα.
Greek Monolingual
καινοπήμων, ό, ἡ (Α)
αυτός που έπαθε κάτι νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πήμων (< πῆμα, «δυστυχία, συμφορά»), πρβλ. αδικο-πήμων, βαρυ-πήμων.
Greek Monotonic
καινοπήμων: -ον (πῆμα), καινούριος στα βάσανα, νέος στη δυστυχία, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
καινοπήμων: 2, gen. ονος впервые переживающий страдания, испытывающий небывалое горе (δμωϊδες Aesch.).