ἀρχαιολογέω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρχαιολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] ή [[ασχολούμαι]] με αρχαιότητες ή πράγματα ξεπερασμένα, παλιομοδίτικα, αρχαΐζω, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀρχαιολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] ή [[ασχολούμαι]] με αρχαιότητες ή πράγματα ξεπερασμένα, παλιομοδίτικα, αρχαΐζω, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρχαιολογέω:''' <b class="num">1)</b> толковать о давно прошедших делах, т. е. говорить общеизвестные вещи Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> говорить старинным языком Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A discuss antiquities or things out of date, Th.7.69; ἀ. τὰ Ἰουδαίων J.BJProoem. 6:—Pass., ἱστορία ἀρχαιολογουμένη a history treated in an antiquarian manner, D.H.1.74. II use an old-fashioned style, Luc.Lex. 15.
German (Pape)
[Seite 364] 1) Alterthümer, alte Geschichte erzählen, Thuc. 7, 69 u. Sp. – 2) alterthümlich reden u. schreiben, Luc. Lexiph. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιολογέω: ὁμιλῶ περὶ πραγμάτων ἀπηρχαιωμένων καὶ ἑώλων, Θουκ. 7. 69· ἀρχ. τὰ Ἰουδαίων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. β: ― Παθ. ἱστορία ἀρχαιολογουμένη, ἐξεταζομένη ὑπὸ ἀρχαιολογικὴν ἔποψιν, Διον. Ἁλ. 1. 74, Ὠριγέν. ΙΙ. μεταχειρίζομαι ὕφος ἀρχαῖον, Λουκ. Λεξιφ. 15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἠρχαιολόγησα;
dire des vieilleries, des choses rebattues.
Étymologie: ἀρχαῖος, λέγω³.
Spanish (DGE)
1 en sent. posit. o neutr. narrar la historia antigua ἀρχαιολογεῖν ... τὰ Ἰουδαίων ... ἄκαιρον ᾠήθην εἶναι I.BI 1.17, cf. Sch.Hes.Th.35
•narrar la historia a la manera antigua ἡ ἀρχαιολογουμένη ἱστορία D.H.1.74
•estudiar la antigüedad διήγησις ἀρχαιολογούντων Ph.1.178
•conservar la tradición ἀρχαιολογοῦντας ἔργα καὶ λόγους conservando hechos y palabras tradicionales Ph.2.2
•τὰ ἀρχαιολογούμενα Antiquitates περὶ ... τῆς Ἰνδικῆς καὶ τῶν κατ' αὐτὴν ἀρχαιολογουμένων D.S.2.42.
2 en sent. peyor. decir cosas antiguas o superadas οὐ πρὸς τὸ δοκεῖν τινι ἀρχαιολογεῖν φυλαξάμενοι sin guardarse de parecer que decía tópicos Th.7.69
•hablar arcaicamente Luc.Lex.15.
Greek Monotonic
ἀρχαιολογέω: μέλ. -ήσω, μιλώ ή ασχολούμαι με αρχαιότητες ή πράγματα ξεπερασμένα, παλιομοδίτικα, αρχαΐζω, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχαιολογέω: 1) толковать о давно прошедших делах, т. е. говорить общеизвестные вещи Thuc.;
2) говорить старинным языком Luc.