ἐπιμοιχεύω: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
(13)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιμοιχεύω]] (Α)<br />[[συνεχίζω]] να [[μοιχεύω]], να έχω παράνομη ερωτική [[σχέση]].
|mltxt=[[ἐπιμοιχεύω]] (Α)<br />[[συνεχίζω]] να [[μοιχεύω]], να έχω παράνομη ερωτική [[σχέση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμοιχεύω:''' (с кем-л.) прелюбодействовать, развратничать (τινά Luc.).
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμοιχεύω Medium diacritics: ἐπιμοιχεύω Low diacritics: επιμοιχεύω Capitals: ΕΠΙΜΟΙΧΕΥΩ
Transliteration A: epimoicheúō Transliteration B: epimoicheuō Transliteration C: epimoicheyo Beta Code: e)pimoixeu/w

English (LSJ)

   A commit adultery besides, τινά with one, Ps.-Luc. Philopatr.6.

German (Pape)

[Seite 964] noch dazu Ehebruch treiben, τινά, mit einer Frau noch ehebrecherischen Umgang haben, Luc. Philopatr. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμοιχεύω: μοιχεύω τινὰ μετά τι, ἐξακολουθῶ νὰ μοιχεύω, ὃς τήν... Τυρὼ πρῴην διέφθειρε καὶ ἔτι ἐπιμοιχεύει Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 6.

French (Bailly abrégé)

commettre un adultère avec, acc..
Étymologie: ἐπί, μοιχεύω.

Greek Monolingual

ἐπιμοιχεύω (Α)
συνεχίζω να μοιχεύω, να έχω παράνομη ερωτική σχέση.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμοιχεύω: (с кем-л.) прелюбодействовать, развратничать (τινά Luc.).