κάρπωσις: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάρπωσις:''' -εως, ἡ, [[χρήση]] ή [[κέρδος]], σε Ξεν. | |lsmtext='''κάρπωσις:''' -εως, ἡ, [[χρήση]] ή [[κέρδος]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάρπωσις:''' εως ἡ (ис)пользование (γῆς Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A use, profit, X.Cyr.4.5.16. II offering offruits, LXXLe.4.10, al., IG 3.77 (pl., ii A. D.); sacrifice to Aphrodite at Amathus, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1329] ἡ, die Nutzung, der Nießbrauch, γῆς Xen. Cyr. 4, 5, 16; – das Darbringen der Opfer von Früchten, das Opfern, LXX., Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
κάρπωσις: -εως, ἡ, τὸ καρποῦσθαί τι, ἀπόλαυσις, ὠφέλεια, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 16. ΙΙ. αἱ προσφοραὶ τῶν καρπῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 523· καθόλου προσφορὰ ἢ θυσία, Ἑβδ. (Λευ. Δ', 10, κ. ἀλλ.), πρβλ. κάρπωμα ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κάρπωσις· θυσία Ἀφροδίτης ἐν Ἀμαθοῦντι».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
jouissance, possession.
Étymologie: καρπόω.
Greek Monotonic
κάρπωσις: -εως, ἡ, χρήση ή κέρδος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κάρπωσις: εως ἡ (ис)пользование (γῆς Xen.).