λικμητήρ: Difference between revisions
From LSJ
σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λικμητήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που λιχνίζει το [[σιτάρι]], [[λιχνιστής]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''λικμητήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που λιχνίζει το [[σιτάρι]], [[λιχνιστής]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λικμητήρ:''' ῆρος ὁ веятель, веяльщик Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A winnower of corn, Il.13.590.
German (Pape)
[Seite 46] ῆρος, ὁ, der Getreidereiniger, Worfler, Il. 13, 590.
Greek (Liddell-Scott)
λικμητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ λικμῶν τὸν σῖτον, ὁ «λιχνίζων», Ἰλ. Ν. 590· πρβλ. λικνίτης.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
vanneur.
Étymologie: λικμάω.
English (Autenrieth)
ῆρος: winnower, who threw the grain with his winnowingshovel against the wind, thus separating it from the chaff, Il. 13.590†.
Greek Monotonic
λικμητήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που λιχνίζει το σιτάρι, λιχνιστής, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
λικμητήρ: ῆρος ὁ веятель, веяльщик Hom.