αὐτόγραφος: Difference between revisions
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτόγραφος]], -ον)<br />Ι. ο [[γραμμένος]] με τα [[ίδια]] τα χέρια κάποιου, [[ιδιόχειρος]]<br />II. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[αυτόγραφο]] (Α τὸ αὐτόγραφον)<br /><b>1.</b> <b>νεοελλ.</b> α) [[κείμενο]] ή [[κείμενα]] γραμμένα ιδιοχείρως από επιφανή [[προσωπικότητα]]<br />β) η [[υπογραφή]] ή σύντομο ιδιόχειρο [[κείμενο]] με φιλοφρονήσεις από καλλιτέχνη ή [[άλλη]] [[διασημότητα]] [[προς]] [[χάριν]] θαυμαστών του<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[γραφικός]] [[χαρακτήρας]] κάποιου. | |mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτόγραφος]], -ον)<br />Ι. ο [[γραμμένος]] με τα [[ίδια]] τα χέρια κάποιου, [[ιδιόχειρος]]<br />II. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[αυτόγραφο]] (Α τὸ αὐτόγραφον)<br /><b>1.</b> <b>νεοελλ.</b> α) [[κείμενο]] ή [[κείμενα]] γραμμένα ιδιοχείρως από επιφανή [[προσωπικότητα]]<br />β) η [[υπογραφή]] ή σύντομο ιδιόχειρο [[κείμενο]] με φιλοφρονήσεις από καλλιτέχνη ή [[άλλη]] [[διασημότητα]] [[προς]] [[χάριν]] θαυμαστών του<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[γραφικός]] [[χαρακτήρας]] κάποιου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτόγρᾰφος:''' собственноручно написанный (ἐπιστολαί Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A written with one's own hand, ἐπιστολαί D.H. 5.7, Plu.Sert.27; τὸ αὐ. one's own writing, Id.2.1115c.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόγρᾰφος: -ον, ἐπὶ ἐπιστολῆς, ἡ ἰδιοχείρως ὑπὸ τοῦ ἐπιστέλλοντος γραφεῖσα, τὰ δόξαντα εἰς ἐπιστολὰς κατεχώριζον αὐτογράφους Διον. Ἁλ. 5. 7, Πλουτ. Σερτ. 27: τὸ αὐτόγραφον, τὸ ἰδιοχείρως ὑπό τινος γεγραμμένον, τὸ πρωτότυπον, Πλούτ. 2. 1115C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
écrit de la propre main de qqn ; acte autographe, écrit original.
Étymologie: αὐτός, γράφω.
Spanish (DGE)
-ον
escrito por propia mano, autógrafo ψηφίσματα Posidon.253.152, ἐπιστολαί D.H.5.7, Plu.Sert.27
•subst. τὸ αὐ. escrito autógrafo, original Plu.2.1115c, Gal.18(1).574, Porph.Plot.20.9.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτόγραφος, -ον)
Ι. ο γραμμένος με τα ίδια τα χέρια κάποιου, ιδιόχειρος
II. το ουδ. ως ουσ. το αυτόγραφο (Α τὸ αὐτόγραφον)
1. νεοελλ. α) κείμενο ή κείμενα γραμμένα ιδιοχείρως από επιφανή προσωπικότητα
β) η υπογραφή ή σύντομο ιδιόχειρο κείμενο με φιλοφρονήσεις από καλλιτέχνη ή άλλη διασημότητα προς χάριν θαυμαστών του
αρχ.
ο γραφικός χαρακτήρας κάποιου.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόγρᾰφος: собственноручно написанный (ἐπιστολαί Plut.).