γραφικός
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
γραφική, γραφικόν,
A capable of drawing or capable of painting, Pl.Tht.144e, Ael.VH14.37: Comp., a better judge of painting, ib.2.3: γραφική (sc. τέχνη), ἡ, the art of painting, Pl. Grg.450c, etc.
2 of things, as if painted, Ἔρωτες Plu.Ant.26 (so Adv. γραφικῶς ibid., 2.747c, Luc.Im.15); picturesque, πρόσοψις D.S.2.53.
II of writing or for writing, suited for writing: γραφική, ἡ, the art of writing, Hp.VM20; γραφικὴ λέξις, opp. ἀγωνιστική, Arist.Rh.1413b8; δύναμις Alcid.Soph.29; γραφικὸν ῥέεθρον, i.e. ink, AP6.63 (Damoch.); κάλαμος Gp.10.75.8, PGrenf.2.38.7 (i A. D.); μέλαν Gal.6.565; in writing, γραφικὸν ἁμάρτημα a clerical error, Plb.34.3.11.
2 skilled in writing, Arr. Epict.2.18.2; shorthand writer, IG14.1528.
3 able to describe, Plu.2.874b, Luc.Alex.3; of style, graphic, lively, D.H.Amm.1.4; ὑπόθεσις γραφική a subject for description, Plu.Alex.17.
Spanish (DGE)
(γρᾰφικός) -ή, -όν
I rel. c. el arte pictórica
1 conocedor del dibujo y la pintura εἰ γ. ὢν λέγει ἢ οὔ si habla como pintor o no Pl.Tht.144e, ἀνήρ Ael.VH 14.37, fig. σοι αὐτὸν ὑπογράψω τῷ λόγῳ ... καίτοι μὴ πάνυ γ. τις ὤν de palabra te haré su retrato aunque no soy buen dibujante Luc.Alex.3.
2 concerniente a la pintura y al dibujo, pictórico esp. subst. ἡ γ. el arte de la pintura, la pintura (y el dibujo) ἧσσον νομίζω τῇ ἰητρικῇ τέχνῃ προσήκειν ἢ τῇ γραφικῇ considero que (esas reflexiones) convienen menos al arte médica que a la pictórica (pero prob. en juego de palabras c. II) Hp.VM 20, cf. Plot.5.9.11, junto a otras artes como la ἀνδριαντοποιία Pl.Grg.450c, o la μουσική Plt.306d, Phld.Mus.4.20.40, dentro de la '‘imitación’, Pl.R.603a, γ. ἐστὶν εἰκασία τῶν ὁρωμένων X.Apol.3.10.1, cf. Diog.Bab.Stoic.3.222, Olymp.in Grg.2.13.
3 pintado, retratado παῖδες τοῖς γραφικοῖς Ἔρωσιν εἰκασμένοι unos niños parecidos a los Amorcillos de los pintores Plu.Ant.26
•fig. que ni pintado, pintiparado, auténtico, graphicum furem Plaut.Trin.1024, cf. 936, Epid.410, Ps.519.
4 digno de la pintura, pintoresco D.S.2.53, cf. Vitr.4.4.4.
II rel. c. la escritura
1 experto en escribir, buen escritor γ. ἁνήρ καὶ ἡδὺς ὁ λόγος ref. Heródoto, Plu.2.874b, ἂν (θέλῃς) γ. (εἶναι), γράφε Arr.Epict.2.18.2
•del estilo gráfico D.H.Amm.1.4.
2 de abstr. propio de la escritura ἁμάρτημα γ. falta de escritura, error de un escritor Plb.34.3.11, κατὰ γραφικὴν πλάνην por un error de copia, POxy.3096.10 (III d.C.), γ. δύναμις cualidad propia del escritor, estilo Alcid.1.29, 30, 33, ἐπιστήμη γ. PFlor.98.10 (III d.C.) en BL 1.147
•adecuado a la expresión por escrito λέξις γ. expresión utilizada en la lengua escrita op. la del teatro, la asamblea o los tribunales, Arist.Rh.1413b4, τῶν λόγων γραφικώτατος el discurso más apropiado para ser escrito o el mejor compuesto D.H.Amm.1.4.
3 de concr. de o para escribir γ. κάλαμος LXX 3Ma.4.20, Gp.10.75.8, PGrenf.2.38.7 (I d.C.), γ. ῥέεθρον tinta, AP 6.63 (Damoch.).
III subst. τό γραφικόν en lit. crist. pasaje de la Escritura Pall.V.Chrys.12.2
•plu. τὰ γραφικά = las Escrituras Gr.Nyss.Eun.3.8.43.
IV adv. γραφικῶς = como en pintura, como un retrato κεκοσμημένη γ. ὥσπερ Ἀφροδίτη vestida como un retrato de Afrodita de Cleopatra Plu.Ant.26, cf. 2.747c.
German (Pape)
[Seite 505] 1) das Schreiben betreffend, zum Schreiben gehörig, μέλαν Theophr.; λέξις, schriftlicher Ausdruck, Arist. rhet. 3, 12, wo der Gegensatz ἀγωνιστική, der minder gewählte, mündliche Ausdruck der Sachwalter; ἁμάρτημα, Schreibfehler, Pol. 34, 3, 11; δύναμις, das Vermögen, schriftlich darzustellen, der Styl, Luc. Alex. 3, u. sonst Rhet.; ὑπόθεσις, Stoff zum Schreiben, Plut. Alex. 17. – 2) im Malen erfahren, Plat. Theaet. 144 e u. A.; ἡ γραφική, sc. τέχνη, Malerkunst, Gorg. 450 c Soph. 234 b; εἰκασία τῶν ὁρωμένων Xen. Mem. 3, 10, 1 u. oft; – malerisch, πρόσοψις D. Sic. 2, 53; γραφικῶς κεκοσμημένη Plut. Ant. 26; auch vom Styl, Dion. Hal.; – gemalt, γραφικοὶ ἔρωτες Plut. Ant. 26.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. (γράφω, écrire);
1 qui concerne l'action d'écrire;
2 qui concerne l'art d'écrire, de composer : δύναμις γραφική LUC faculté d'écrire, qualités de l'écrivain, style ; λέξις γραφική ARSTT expression dont on se sert dans la langue écrite ; γραφικὴ ὑπόθεσις PLUT matière de composition;
II. (γράφω, dessiner, peindre);
1 qui concerne la peinture : ἡ γραφική (τέχνη) la peinture;
2 habile à dessiner ou à peindre;
3 qui se connaît en peinture;
4 peint;
5 fig. qui peint ou décrit fidèlement.
Étymologie: γράφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γραφικός -ή -όν γραφή
1. met verstand van tekenen en schilderen, schilder-:; εἰ γραφικὸς ὢν λέγει ἢ οὔ of hij nu als kunstkenner spreekt of niet Plat. Tht. 145a; subst. ἡ γραφική schilderkunst.
2. geschilderd:; παῖδες τοῖς γραφικοῖς Ἔρωσιν εἰκασμένοι jongens die leken op geschilderde Eroten Plut. Ant. 26.2; pregn.. ἧττον τοῦτο καὶ γραφικόν dat is ook minder artistiek Luc. 43.15.
3. overdr. in staat te beschrijven, beeldend kunnen spreken:. καίτοι μὴ πάνυ γραφικός τις ὤν (ik zal een schets in woorden geven) hoewel ik niet erg beeldend kan spreken Luc. 42.3; ὑπόθεσις γραφική stof voor beschrijvingen Plut. Alex. 17.6.
4. voor schrift geschikt, geschikt voor schrijftaal:. ἡ... ἐπιδεικτικὴ λέξις γραφικωτάτη de epideictische stijl is het meest schrijftaal-achtig Aristot. Rh. 1414a18; λέξις γραφική schriftelijk taalgebruik Aristot. Rh. 1413b8.
Russian (Dvoretsky)
γρᾰφικός:
1 писчий, письменный: γραφικὸν ῥέεθρον Anth. = μέλασμα; γραφικὸν ἁμάρτημα Polyb. ошибка переписчика, описка;
2 письменный, литературный (λέξις Arst.; ὑπόθεσις Plut.; δύναμις Luc.);
3 нарисованный, изображенный (Ἔρωτες Plut.);
4 обладающий литературным талантом, умеющий писать (ἀνήρ Plut.);
5 умеющий рисовать, знакомый с живописью Plat.;
6 живописный (πρόσοψις Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
γρᾰφικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ γράφειν ἤτοι ζωγραφεῖν καὶ σχεδιάζειν, Πλάτ. Θεαιτ. 144Ε, κτλ.·― ἡ γραφικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τῆς ζωγραφικῆς, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, Πλάτ. κ. ἄλλ.· ἢ ἄνευ τοῦ ἄρθρου, Πλάτ. Γοργ. 450C 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὥς τις γεγραμμένος, ὡς ἐζωγραφημένος, Πλούτ. Ἀντων. 26· θελκτικός, ἐπαγωγός, pittoresque, Διόδ. 2. 53. ΙΙ. ἀνήκων ἢ κατάλληλος πρὸς γραφήν, γραφικὴ λέξις, ἀντίθ. τῷ ἀγωνιστική, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 1· γρ. ῥέεθρον, δηλ. ἡ μελάνη, Ἀνθ. Π. 6. 33· ἐν τῇ γραφῇ, γρ. ἁμάρτημα, σφάλμα τῆς γραφῆς, Πολύβ. 34 .3,11. 2) ἱκανὸς εἰς τὸ νὰ περιγράψῃ, Πλούτ. 2. 874Β·― ἐπὶ ὕφους, περιγραφικός, ζωηρός, Διον. Ἁλ. περὶ Δημοσθ. 5· ὑπόθεσις γρ., ὑπόθεσις ἢ ἀντικείμενον περιγραφῆς, Πλούτ. Ἀλεξ. 17.― Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. Ἀντων. 26.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γραφικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γραφή (α. «γραφική ύλη» — υλικά για γράψιμο
β. «γραφικός κάλαμος» — καλάμι, πένα με την οποία έγραφαν)
2. φρ. «γραφικό σφάλμα», «γραφικὸν ἁμάρτημα» — λάθος που έγινε κατά το γράψιμο ή κατά την αντιγραφή
3. εκείνος που μνημονεύεται στην Αγία Γραφή («γραφικό ρητό», «γραφικόν ῥητόν», «ο γραφικός Σολομών»)
4. (για τοπία, διηγήσεις, ανθρώπους κ.λπ.) εκείνος ο οποίος δίνει την εντύπωση εικόνας, ο παραστατικός ή ο άξιος, ο κατάλληλος να παρασταθεί ή να απεικονιστεί (α. «γραφικό τοπίο» β. «γραφικός τύπος» γ. «ὑπόθεσις γραφική» — αντικείμενο περιγραφής)
5. το ουδ. εν. ως ουσ. το γραφικό (AM το γραφικόν)
χωρίο της Αγίας Γραφής
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γραφικά
η αμοιβή του γραφέα ή του αντιγραφέα για συγκεκριμένη εργασία.
2. φρ. «ο γραφικός χαρακτήρας»
(το σύνολο τών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της γραφής κάποιου (η μορφή και η σύνδεση τών γραμμάτων, οι τόνοι, οι αποστάσεις τών γραμμών κ.λπ.)
αρχ.
1. ικανός, επιδέξιος στο γράψιμο
2. το θηλ. ως ουσ. η γραφική, η ζωγραφική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραφή, με περαιτέρω συσχετισμό προς το γράφω. Είναι ενδιαφέρουσα η σημασιολογική εξέλιξη του γραφικός. από τη σημ. «ο σχετικός με τη γραφή», στη σημ. «αυτός που μπορεί να απεικονιστεί γραφικά», «αυτός που δίνει την εντύπωση εικόνας», για να καταλήξει στη σημασία «ωραίος, εκφραστικός, παραστατικός, θελκτικός»].
Greek Monotonic
γρᾰφικός: -ή, -όν (γράφω),
I. 1. ικανός στο σχεδιασμό ή στη ζωγραφική, σε Πλάτ.· ἡ γραφικὴ (ενν. τέχνη), η τέχνη της ζωγραφικής, στον ίδ.
2. λέγεται για πράγματα, όμοιος με ζωγραφιστό, όπως είναι στη ζωγραφική, σε Πλούτ.
II. αυτός που είναι κατάλληλος ή προορίζεται για γράψιμο, σε Αριστ.· ὑπόθεσις γραφική, θέμα για περιγραφή, σε Πλούτ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.
Middle Liddell
γράφω
I. capable of drawing or painting, Plat.:— ἡ -κή (sc. τέχνη), the art of painting, Plat.
2. of things, as if painted, as in painting, Plut.
II. of or for writing, suited for writing, Arist.: ὑπόθεσις γρ. a subject for description, Plut.: adv. -κῶς, Plut.
Léxico de magia
-όν usado para escribir ἔστι δὲ τὸ μέλαν, ἐν ᾧ γράφεις· αἷμα κορώνης, αἷμα περιστερᾶς λευκῆς, λίβανος ἄτμητος καὶ ζμύρνα καὶ μέλαν γραφικόν ésta es la tinta con la que vas a escribir: sangre de corneja, sangre de una paloma banca, incienso sin cortar, mirra y tinta para escribir P VIII 69 P VII 226