φιλοτίμημα: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοτίμημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[πράξη]] φιλοδοξίας ή μεγαλοπρέπειας, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανταγωνισμός]], [[αντιζηλία]], σε Λουκ.
|lsmtext='''φῐλοτίμημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[πράξη]] φιλοδοξίας ή μεγαλοπρέπειας, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανταγωνισμός]], [[αντιζηλία]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοτίμημα:''' ατος (τῑ) τό<br /><b class="num">1)</b> предмет честолюбия, амбиция (ἀνοήτων [[ἀνδρῶν]] φιλοτιμήματα Luc.);<br /><b class="num">2)</b> честолюбивая щедрость или показное пожертвование, пышный дар (πρὸς τὴν πόλιν Plut.).
}}
}}

Revision as of 09:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοτῑμημα Medium diacritics: φιλοτίμημα Low diacritics: φιλοτίμημα Capitals: ΦΙΛΟΤΙΜΗΜΑ
Transliteration A: philotímēma Transliteration B: philotimēma Transliteration C: filotimima Beta Code: filoti/mhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A an act of ambition or ostentation, Ph. 2.589, Plu.Alc. 16(pl.), 2.822a (pl.).    2 thing on which one prides oneself, Luc.Tim.43 (pl.), Nav.40(pl.).

German (Pape)

[Seite 1287] τό, die Handlung eines φιλότιμος, Beweis von Ehrliebe, Ehrgeiz, bes. durch Pracht, Aufwand, Geschenke, z. B. φιλοτιμήματα πρὸς τὴν πόλιν Plut. Alc. 16, vgl. reip. ger. praec. 30.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοτίμημα: τό, πρᾶξις φιλοτιμίας ἢ μεγαλοπρεπείας, Πλουτ. Ἀλκ. 16., 2. 822Α. 2) φιλοδοξία, ἀνοήτων ἀνδρῶν φιλοτιμήματα Λουκ. Τίμ. 43.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce qu’on fait par amour-propre, par émulation, ou en mauv. part par ostentation;
2 rivalité.
Étymologie: φιλοτιμέομαι.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α φιλοτιμοῡμαι
1. εκδήλωση φιλοδοξίας ή επίδειξης
2. καθετί για το οποίο είναι κανείς υπερήφανος.

Greek Monotonic

φῐλοτίμημα: -ατος, τό,
I. πράξη φιλοδοξίας ή μεγαλοπρέπειας, σε Πλούτ.
II. ανταγωνισμός, αντιζηλία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτίμημα: ατος (τῑ) τό
1) предмет честолюбия, амбиция (ἀνοήτων ἀνδρῶν φιλοτιμήματα Luc.);
2) честолюбивая щедрость или показное пожертвование, пышный дар (πρὸς τὴν πόλιν Plut.).