λαγοθήρας: Difference between revisions
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λᾰγοθήρας:''' -ου, ὁ ([[θηράω]]), αυτός που θηρεύει λαγούς, [[λαγοκυνηγός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''λᾰγοθήρας:''' -ου, ὁ ([[θηράω]]), αυτός που θηρεύει λαγούς, [[λαγοκυνηγός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λᾰγοθήρᾱς:''' ου ὁ (voc. λαγόθηρᾰ) охотник за зайцами Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A hare-hunter, in voc. -θηρᾰ or -θῆρᾰ AP9.337 (Leon.). II a kind of eagle, Hsch.
German (Pape)
[Seite 3] ὁ, Hasenjäger, Leon. Tar. 17 (IX, 337) im voc. λαγόθηρα.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων λαγωούς, Ἀνθ. Π. 9. 337, ἐν τῇ κλητ. -θηρᾰ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chasseur de lièvres.
Étymologie: λαγός, θηράω.
Greek Monolingual
λαγοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά τους λαγούς, λαγοκυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -θήρας (< θήρα), πρβλ. λογο-θήρας, χρυσο-θήρας].
Greek Monotonic
λᾰγοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που θηρεύει λαγούς, λαγοκυνηγός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λᾰγοθήρᾱς: ου ὁ (voc. λαγόθηρᾰ) охотник за зайцами Anth.