φιλογηθής: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλογηθής:''' -ές, μόνο σε Δωρ. τύπο -γᾱθής, ([[γηθέω]]), αυτός που αγαπά το [[κέφι]], [[κεφάτος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''φῐλογηθής:''' -ές, μόνο σε Δωρ. τύπο -γᾱθής, ([[γηθέω]]), αυτός που αγαπά το [[κέφι]], [[κεφάτος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλογηθής:''' дор. [[φιλογαθής|φιλογᾱθής]] 2 любящий веселье, жизнерадостный Aesch.
}}
}}

Revision as of 09:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλογηθής Medium diacritics: φιλογηθής Low diacritics: φιλογηθής Capitals: ΦΙΛΟΓΗΘΗΣ
Transliteration A: philogēthḗs Transliteration B: philogēthēs Transliteration C: filogithis Beta Code: filoghqh/s

English (LSJ)

ές, only in Dor.form φῐλο-γᾱθής: (γῆθος, γᾶθος):—

   A loving mirth, mirthful, A.Th.918 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1279] ές, dor. φιλογαθής, die Freude, die Fröhlichkeit liebend, Aesch. Spt. 901.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλογηθής: -ές, γεν. έος, μόνον ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ -γαθής· (γῆθος, γᾶθος)· ― ὁ φιλῶν τὴν εὐθυμίαν, εὔθυμος, φαιδρός, Αἰσχύλ. Θηβ. 918.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime la joie.
Étymologie: φίλος, γῆθος.

Greek Monolingual

-ές, Α
(σπάν. τ.) βλ. φιλογαθής.

Greek Monotonic

φῐλογηθής: -ές, μόνο σε Δωρ. τύπο -γᾱθής, (γηθέω), αυτός που αγαπά το κέφι, κεφάτος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φιλογηθής: дор. φιλογᾱθής 2 любящий веселье, жизнерадостный Aesch.