σαυλοπρωκτιάω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σαυλοπρωκτιάω:''' [[κουνώ]] τα οπίσθια εδώ κι [[εκεί]] ενώ [[βαδίζω]], κουνιέμαι, λικνίζομαι, [[ακκίζομαι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σαυλοπρωκτιάω:''' [[κουνώ]] τα οπίσθια εδώ κι [[εκεί]] ενώ [[βαδίζω]], κουνιέμαι, λικνίζομαι, [[ακκίζομαι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''σαυλοπρωκτιάω:''' вихлять задом Arph.
}}
}}

Revision as of 09:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαυλοπρωκτιάω Medium diacritics: σαυλοπρωκτιάω Low diacritics: σαυλοπρωκτιάω Capitals: ΣΑΥΛΟΠΡΩΚΤΙΑΩ
Transliteration A: sauloprōktiáō Transliteration B: sauloprōktiaō Transliteration C: savloproktiao Beta Code: sauloprwktia/w

English (LSJ)

   A walk in a swaggering way, so as to make the hinder parts sway to and fro, Ar.V.1173.

German (Pape)

[Seite 865] den Hintern im Gehen zierlich, üppig, vornehmthuerisch hin- und herbewegen, den Hintern drehen, Ar. Vesp. 1173, Schol. σαλεύειν τὸν πρωκτόν. Vgl. σαλακωνεύω.

Greek (Liddell-Scott)

σαυλοπρωκτιάω: περιπατῶ σείων ἐδῶ καὶ ἐκεῖ τὰ ὀπίσθια, «κουνῶν» τὰ ὀπίσθια, Ἀριστοφ. Σφ. 1173· πρβλ. περιπρωκτιάω, σαῦλος, σαλακωνίζω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
marcher ou danser d’une allure efféminée.
Étymologie: σαῦλος, πρωκτός.

Greek Monotonic

σαυλοπρωκτιάω: κουνώ τα οπίσθια εδώ κι εκεί ενώ βαδίζω, κουνιέμαι, λικνίζομαι, ακκίζομαι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σαυλοπρωκτιάω: вихлять задом Arph.