ἐλασείω: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐλᾰσείω:''' ([[ἐλαύνω]]), εφετικό, [[θέλω]] να προελάσω, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἐλᾰσείω:''' ([[ἐλαύνω]]), εφετικό, [[θέλω]] να προελάσω, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐλᾰσείω:''' [desiderat. к [[ἐλαύνω]] замышлять поход (ἐπὶ Λυδίαν Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 31 December 2018
English (LSJ)
(ἐλαύνω) Desiderat.,
A wish to march, Luc.Cont.9.
German (Pape)
[Seite 789] desiderat. zu ἐλαύνω, ich möchte gern marschiren, Luc. Contempl. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰσείω: (ἐλαύνω) ἐφετικόν, ἐφίεμαι, ἐπιθυμῶ νὰ ἐλάσω, καὶ νῦν ἐλασείοντι ἐπὶ Λυδίαν ἔοικε, περὶ τοῦ Κύρου, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 9.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
avoir envie de marcher contre.
Étymologie: ἐλάω.
Spanish (DGE)
querer avanzar, querer marchar ἐπὶ Λυδίαν Luc.Cont.9.
Greek Monolingual
ἐλασείω (Α)
(εφετ. του ελαύνω) επιθυμώ να βαδίσω, να προελάσω προς («καὶ νῡν ἐλασείοντι ἐπὶ Λυδίαν ἔοικε [ο Κύρος]» Λουκ.).
Greek Monotonic
ἐλᾰσείω: (ἐλαύνω), εφετικό, θέλω να προελάσω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλᾰσείω: [desiderat. к ἐλαύνω замышлять поход (ἐπὶ Λυδίαν Luc.).