ὀτοτοῖ: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀτοτοῖ:''' επιφών. πόνου και λύπης, αχ! [[ωιμέ]]! στους Τραγ.· ομοίως, [[ὀτοτοτοῖ]], σε Αισχύλ.· [[ὀτοτοτοῖ]] [[τοτοῖ]], στον ίδ.· ὀτοτοτοτοῖ [[τοτοῖ]]· <i>ὀτοτοτοτοτοτοῖ</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ὀτοτοῖ:''' επιφών. πόνου και λύπης, αχ! [[ωιμέ]]! στους Τραγ.· ομοίως, [[ὀτοτοτοῖ]], σε Αισχύλ.· [[ὀτοτοτοῖ]] [[τοτοῖ]], στον ίδ.· ὀτοτοτοτοῖ [[τοτοῖ]]· <i>ὀτοτοτοτοτοτοῖ</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀτοτοῖ:''' [[ὀτοτοτοῖ]], [[ὀτοτοῖ]] [[τοτοῖ]] и ὀτοτοτοτοτοτοῖ interj. увы, увы!, о горе! Trag.
}}
}}

Revision as of 09:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀτοτοῖ Medium diacritics: ὀτοτοῖ Low diacritics: οτοτοί Capitals: ΟΤΟΤΟΙ
Transliteration A: ototoî Transliteration B: ototoi Transliteration C: ototoi Beta Code: o)totoi=

English (LSJ)

(not ὀττοτοῖ, as freq. in codd.), an exclamation of pain and grief,

   A ah! woe! A. Pers.918 (anap.), E.Or.1389, al.; doubled, Id.Andr.1197, etc.; also lengthd., ὀτοτοτοῖ A.Pers.268, al.; ὀτοτοτοτοῖ Id.Ag.1072; ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ cj. in S.El.1245; ὀττοτοτοτοτοῖ E. Tr. 1294; ὀττοτοττοτοῖ Id.Ion789.—Trag., only in lyr.

German (Pape)

[Seite 405] richtiger als ὀτοτοί, ein Schmerzensruf, θρηνῶδες ἐπίφθεγμα, Hesych., ach! weh! Aesch. Pers. 260 u. öfter, Ag. 1042 Ch. 156; ὀτοτοῖ τοτοῖ, Soph. El. 1257; Eur. Or. 1390 u. öfter; auch ὀττοτοτοῖ, Troad. 1787; Sp., πολὺ τὸ ὀττοτοῖ, Luc. Cont. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ὀτοτοῖ: (οὐχὶ ὀττοτοῖ, ὡς συχνάκις ἐν Ἀντιγράφοις), ἐπιφώνημα ἄλγους καὶ θλίψεως, ἄχ, ὤχ! Τραγ.· διπλοῦν, Εὐρ. Ἀνδρ. 1197, κτλ.· ὡσαύτως ἐκτεταμ. ὀτοτοτοῖ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 268 κ. ἀλλ.· ὀτοτοτοῖ τοτοῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1072· ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ Σοφ. Ἠλ. 1245· ὀτοτοτοτοτοτοῖ Εὐρ. Τρῳ 1294, Ἴων 789.

French (Bailly abrégé)

non ὀττοτοῖ;
ὀτοτοτοῖ ESCHL ou ὀτοτοῖ τοτοῖ SOPH;
interj.
cri de douleur hélas ! hélas ! hélas !.

Greek Monolingual

ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῑ (Α)
(επιφών. για πόνο, θλίψη κ.λπ.) ωχ!, αχ!
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το ὄτοβος].

Greek Monotonic

ὀτοτοῖ: επιφών. πόνου και λύπης, αχ! ωιμέ! στους Τραγ.· ομοίως, ὀτοτοτοῖ, σε Αισχύλ.· ὀτοτοτοῖ τοτοῖ, στον ίδ.· ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ· ὀτοτοτοτοτοτοῖ, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀτοτοῖ: ὀτοτοτοῖ, ὀτοτοῖ τοτοῖ и ὀτοτοτοτοτοτοῖ interj. увы, увы!, о горе! Trag.