ἄπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπλεκτος:''' -ον ([[πλέκω]]), αυτός που δεν έχει πλεχθεί, [[χαίτη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἄπλεκτος:''' -ον ([[πλέκω]]), αυτός που δεν έχει πλεχθεί, [[χαίτη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπλεκτος:''' незаплетенный ([[χαίτη]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 09:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπλεκτος Medium diacritics: ἄπλεκτος Low diacritics: άπλεκτος Capitals: ΑΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: áplektos Transliteration B: aplektos Transliteration C: aplektos Beta Code: a)/plektos

English (LSJ)

ον,

   A unplaited, χαιτη AP7.412 (Alc. Mess.), Epigr.Gr. 790.8 (Dyme).

German (Pape)

[Seite 292] ungeflochten, χαίτη Alc. Mess. 19 (VII, 412).

Greek (Liddell-Scott)

ἄπλεκτος: -ον, ὁ μὴ πεπλεγμένος, χαίτη Ἀνθ. Π. 7. 412, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 790. 8: ― ὡσαύτως ἀπλεκής, ές, Νόνν. Δ. 42. 87.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non tressé.
Étymologie: ἀ, πλέκω.

Spanish (DGE)

-ον
no trenzado χαίτη AP 7.412 (Alc.Mess.), Nonn.D.27.236, κόμαι Nonn.D.13.200 (var.), cf. Bas.Anc.Virg.M.30.788C.

Greek Monotonic

ἄπλεκτος: -ον (πλέκω), αυτός που δεν έχει πλεχθεί, χαίτη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄπλεκτος: незаплетенный (χαίτη Anth.).