σῶστρα: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῶστρα:''' τά ([[σῴζω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ανταμοιβή]] που προσφέρεται για τη [[διάσωση]] της ζωής κάποιου, ευχαριστήρια [[προσφορά]] (ή [[θυσία]]) για τη [[σωτηρία]] ή την [[απαλλαγή]] από κίνδυνο· [[σῶστρα]] τοῦ παιδὸς θύειν, σε Ηρόδ.· [[σῶστρα]] τίνειν, σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανταμοιβή]] που προσφέρεται σε κάποιον [[επειδή]] οδήγησε [[πίσω]] στον ιδιοκτήτη τους αγελαία ζώα που είχαν χαθεί ή δούλους που είχαν δραπετεύσει, σε Ηρόδ., Ξεν. | |lsmtext='''σῶστρα:''' τά ([[σῴζω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ανταμοιβή]] που προσφέρεται για τη [[διάσωση]] της ζωής κάποιου, ευχαριστήρια [[προσφορά]] (ή [[θυσία]]) για τη [[σωτηρία]] ή την [[απαλλαγή]] από κίνδυνο· [[σῶστρα]] τοῦ παιδὸς θύειν, σε Ηρόδ.· [[σῶστρα]] τίνειν, σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανταμοιβή]] που προσφέρεται σε κάποιον [[επειδή]] οδήγησε [[πίσω]] στον ιδιοκτήτη τους αγελαία ζώα που είχαν χαθεί ή δούλους που είχαν δραπετεύσει, σε Ηρόδ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῶστρα:''' τά [[σώζω]]<br /><b class="num">1)</b> благодарственная жертва за избавление от опасности Luc., Anth.: σ. τοῦ παιδὸς θύειν θεοῖς Her. приносить жертву богам за спасение ребенка;<br /><b class="num">2)</b> вознаграждение за доставку потерянного Her., Xen.;<br /><b class="num">3)</b> награда за исцеление, врачебный гонорар Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:28, 31 December 2018
English (LSJ)
τά, (σῴζω, cf. σαοστρέω)
A reward for saving one's life, thank-offering for deliverance from a danger, σῶστρα τοῦ παιδὸς θύειν [θεοῖς] Hdt.1.118, cf. AP9.378.7 (Pall.); σ. ὀφείλειν τισί Luc.Salt.8; ἐκτίνειν τισί Id.DMar.14.1. 2 reward for bringing back lost cattle or runaway slaves, σ. παρέχειν Hdt.4.9; σῶστρα τούτου ἀνακηρύσσειν X.Mem.2.10.2; σῶστρα δὲ μὴ ἐξεῖμ[εν ἐσπρᾶξαι] Foed.Delph. Pell.2 A 25. 3 physician's fee, Poll.6.186; thank-offering to Asclepios, IG14.967a1, b 1 (Rome), 42(1).483 (Epid.).--The sg. only in App.BC4.62.
Greek (Liddell-Scott)
σῶστρα: τά, (σῴζω) ἀμοιβὴ ἐπὶ τῇ διασώσει τῆς ζωῆς τινος, εὐχαριστήριος προσφορὰ ἢ θυσία ἐπὶ τῇ σωτηρίᾳ ἀπὸ κινδύνου, σῶστρα τοῦ παιδὸς θύειν θεοῖς Ἡρόδ. 1. 118, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 378· σ. ὀφείλειν τινὶ Λουκ. π. Ὀρχ. 8· τείνειν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἐναλ. Διαλ. 14. 1. 2) ἀμοιβὴ ἐπὶ τῇ προαγωγῇ ἀπολεσθέντων κτηνῶν ἢ ἀποδράντων δούλων, σ. παρέχειν τινὶ Ἡρόδ. 4. 9· σῶστρα τούτου ἀνακηρύσσειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 2. 3) ἀμοιβὴ τοῦ ἰατροῦ, Πολυδ. ϛʹ, 186, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5974. - Ὁ ἑνικ. μόνον παρ’ Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 62.
Greek Monolingual
τα / σῶστρα, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. αμοιβή για τη διάσωση πλοίου που έχει εγκαταλειφθεί από το πλήρωμα ή για τη διάσωση τμημάτων του πλοίου ή του φορτίου του
αρχ.
1. ευχαριστήρια θυσία για σωτηρία
2. αμοιβή για την προσαγωγή ζώων ή δούλων που είχαν διαφύγει
3. η αμοιβή του γιατρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῴζω (το -σ- του τ. κατά τον παθ. παρακμ. σέσωσμαι) + επίθημα -τρον που απαντά συχνά σε λ. τα οποία δηλώνουν πληρωμή ή αμοιβή (πρβλ. κόμισ-τρα, λύ-τρα)].
Greek Monotonic
σῶστρα: τά (σῴζω),
1. ανταμοιβή που προσφέρεται για τη διάσωση της ζωής κάποιου, ευχαριστήρια προσφορά (ή θυσία) για τη σωτηρία ή την απαλλαγή από κίνδυνο· σῶστρα τοῦ παιδὸς θύειν, σε Ηρόδ.· σῶστρα τίνειν, σε Λουκ.
2. ανταμοιβή που προσφέρεται σε κάποιον επειδή οδήγησε πίσω στον ιδιοκτήτη τους αγελαία ζώα που είχαν χαθεί ή δούλους που είχαν δραπετεύσει, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σῶστρα: τά σώζω
1) благодарственная жертва за избавление от опасности Luc., Anth.: σ. τοῦ παιδὸς θύειν θεοῖς Her. приносить жертву богам за спасение ребенка;
2) вознаграждение за доставку потерянного Her., Xen.;
3) награда за исцеление, врачебный гонорар Luc.