ἡμιπύρωτος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμιπύρωτος:''' -ον (πῠρόω), [[μισοκαμένος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἡμιπύρωτος:''' -ον (πῠρόω), [[μισοκαμένος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμῐπύρωτος:''' (ῠ) полусожженный (λείψανα Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A half-burnt, AP7.401.5 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1169] halb verbrannt, λείψανα, Crinag. 73 (VII, 401).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιπύρωτος: -ον, (πῠρόω) κατὰ τὸ ἥμισυ κεκαυμένος, λείψανα Ἀνθ. Π. 7. 401.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à demi brûlé.
Étymologie: ἡμι-, πυρόω.
Greek Monolingual
ἡμιπύρωτος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πυρωτος (< πυρώ), πρβλ. ανεκ-πύρωτος, α-πύρωτος].
Greek Monotonic
ἡμιπύρωτος: -ον (πῠρόω), μισοκαμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐπύρωτος: (ῠ) полусожженный (λείψανα Anth.).