δακτυλόδεικτος: Difference between revisions
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δακτῠλόδεικτος:''' -ον ([[δείκνυμι]]), αυτός που υποδεικνύεται με το [[δάχτυλο]], δαχτυλοδειχτούμενος, διακεκριμένος, Λατ. digito [[monstratus]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δακτῠλόδεικτος:''' -ον ([[δείκνυμι]]), αυτός που υποδεικνύεται με το [[δάχτυλο]], δαχτυλοδειχτούμενος, διακεκριμένος, Λατ. digito [[monstratus]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δακτῠλόδεικτος:''' указываемый пальцами, т. е. известный, знаменитый Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A pointed at with the finger, μέλαθρα A.Ag.1332 (lyr.), cf. PLond.ined.1821.
German (Pape)
[Seite 520] auf den man mit Fingern zeigt, berühmt; δακτυλοδεικτῶν (Conj. δακτυλόδεικτον) δ' οὔτις ἀπειπὼν εἴργει μελάθρων, was Lob. paralipp. 497 für das particip. nimmt, manum intentans, qui est gestus obnuentium, Aesch. Ag. 1305.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλόδεικτος: -ον, ὁ διὰ τοῦ δακτύλου δεικνυόμενος, τὸ Ὁμηρ. ἀριδείκετος (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου digito monstrari), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1332.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l’on montre du doigt, célèbre.
Étymologie: δάκτυλος, δείκνυμι.
Spanish (DGE)
(δακτῠλόδεικτος) -ον
1 señalado con el dedo, famoso δακτυλοδείκτων δ' οὔτις ἀπειπὼν εἴργει μελάθρων de los señalados techos nadie lo aleja con su veto A.A.1332.
2 dedo que señala e.e. dedo índice, Gloss.Pap. en PRain.18.256.306 (VI d.C.).
Greek Monolingual
δακτυλόδεικτος, -ον (AM)
εκείνος τον οποίο δείχνουν με το δάχτυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + -δεικτος < δείκνυμι.
Greek Monotonic
δακτῠλόδεικτος: -ον (δείκνυμι), αυτός που υποδεικνύεται με το δάχτυλο, δαχτυλοδειχτούμενος, διακεκριμένος, Λατ. digito monstratus, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δακτῠλόδεικτος: указываемый пальцами, т. е. известный, знаменитый Aesch.