εὐέφοδος: Difference between revisions

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐέφοδος:''' -ον, [[ευπρόσβλητος]], ευκολοπλησίαστος, [[ευπρόσιτος]], λέγεται για τόπους, σε Ξεν.
|lsmtext='''εὐέφοδος:''' -ον, [[ευπρόσβλητος]], ευκολοπλησίαστος, [[ευπρόσιτος]], λέγεται για τόπους, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐέφοδος:''' легко доступный, открытый для нападения (χωρία Xen.).
}}
}}

Revision as of 09:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέφοδος Medium diacritics: εὐέφοδος Low diacritics: ευέφοδος Capitals: ΕΥΕΦΟΔΟΣ
Transliteration A: euéphodos Transliteration B: euephodos Transliteration C: evefodos Beta Code: eu)e/fodos

English (LSJ)

ον,

   A easy to come at or attack, assailable, accessible, of places, X.Cyr.2.4.13, Plb.1.26.2, etc.    II easily conducted, ζήτησις S.E.M.7.25.

German (Pape)

[Seite 1066] leicht zugänglich, leicht anzugreifen, Xen. Cyr. 2, 4, 13, χωρία; Pol. 1, 26, 2 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέφοδος: -ον, εὐπρόσβλητος, εὐπρόσιτος, ἐπὶ τόπων, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 13, Πολύβ. 1. 26, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’un accès facile, facile à attaquer.
Étymologie: εὖ, ἔφοδος.

Greek Monolingual

εὐέφοδος, -ον (Α)
1. (για τόπους) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να γίνει έφοδος
2. αυτός που διευθύνεται εύκολα («εὐέφοδος συζήτησις», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επίθ. έφ-οδος «εκείνος στον οποίο υπάρχει πρόσβαση» (< επί + οδός)].

Greek Monotonic

εὐέφοδος: -ον, ευπρόσβλητος, ευκολοπλησίαστος, ευπρόσιτος, λέγεται για τόπους, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐέφοδος: легко доступный, открытый для нападения (χωρία Xen.).