Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀγάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(SL_1)
(1)
Line 7: Line 7:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰγάζομαι</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[reverence]], [[worship]] πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν [[θεῶν]] (= Ἑστίαν), πολλὰ δὲ κνίσᾳ (N. 11.6)
|sltr=<b>ᾰγάζομαι</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[reverence]], [[worship]] πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν [[θεῶν]] (= Ἑστίαν), πολλὰ δὲ κνίσᾳ (N. 11.6)
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγάζομαι:''' почитать, чтить (τινα Pind.).
}}
}}

Revision as of 09:48, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἀγάζομαι: ποιητ. ἰσοδύναμος τύπος τῷ ἄγαμαι, = τιμῷ, λατρεύω, «λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν», Πίνδ. Ν. 11, 7. - ἠγάζετο, Ὀρφ. Ἀργ. 63: - περὶ τοῦ Ὁμηρικοῦ μέλλ. ἀγάσσομαι, κτλ. ἴδε τὸ ῥῆμα ἄγαμαι. ΙΙ. Ὁ ἐνεργ. τύπος εὕρηται παρ’ Αἰσχύλῳ Ἱκέτ. 1062· «τὰ θεῶν μηδὲν ἀγάζειν, δηλ. ἐξετάζειν. Ὁ Φώτιος ἑρμηνεύει· «λίαν ἐσπουδακέναι», ὁ Ἡσύχ. «ἀγάζειν = βαρέως φέρειν» κτλ. Ἐν τοῖς Ἀν. Βεκκ. σ. 336, 6. ὑπάρχει, «ἀγάζεις, ἀντὶ τοῦ θρασύνεις, Σοφοκλῆς».

English (Autenrieth)

see ἄγαμαι.

English (Slater)

ᾰγάζομαι
   1 reverence, worship πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν (= Ἑστίαν), πολλὰ δὲ κνίσᾳ (N. 11.6)

Russian (Dvoretsky)

ἀγάζομαι: почитать, чтить (τινα Pind.).