εὐστόμαχος: Difference between revisions
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐστόμᾰχος:''' -ον, αυτός που είναι [[καλός]] για το [[στομάχι]], [[υγιεινός]]· επίρρ. <i>-χως</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''εὐστόμᾰχος:''' -ον, αυτός που είναι [[καλός]] για το [[στομάχι]], [[υγιεινός]]· επίρρ. <i>-χως</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐστόμᾰχος:''' полезный для желудка, удобоваримый Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A equable, tranquil. Adv. εὐστομάχως, ferre Cic.Att.9.5.2; ἀπορέγχειν AP11.4 (Parmen.). II good for the stomach, wholesome, Diocl.Fr.125, Dsc.1.117, Sor.1.94, Hices. ap. Ath.15.689c, Gal.6.593: Sup., lemma ad Ath.7.310a.
Greek (Liddell-Scott)
εὐστόμᾰχος: -ον, καλὸς διὰ τὸν στόμαχον, ὑγιεινός, Διόσκ. 1. 171, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. 26F· ἴδε εὐκάρδιος: - Ἐπίρρ. εὐστομάχως, μετὰ καλοῦ στομάχου, «μὲ καλὸ στομάχι», Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 5, 2· εὐστομάχως ἀπορέγχειν Ἀνθ. Π. 11. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bon pour l’estomac, fortifiant.
Étymologie: εὖ, στόμαχος.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐστόμαχος, -ον)
ο ωφέλιμος για το στομάχι, ο εύπεπτος («καρπὸν φέρει εὐστόμαχον»)
μσν.
υγιής ως προς το στομάχι, με καλή λειτουργία του στομάχου
αρχ.
ήρεμος, γαλήνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόμαχος.
Greek Monotonic
εὐστόμᾰχος: -ον, αυτός που είναι καλός για το στομάχι, υγιεινός· επίρρ. -χως, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐστόμᾰχος: полезный для желудка, удобоваримый Plut.